Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Τα 3 καλυτερα παρατιριτιρια στον κοσμο

Εγαινια Παρατηρητηριου πουλίων Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου 2 / 2 / 2016

Ο Φορέας Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου έχει την χαρά και την τιμή να σας καλέσει, στις 2 Φεβρουαρίου 2016 και ώρα 10:00 π.μ, στα εγκαίνια του νέου παρατηρητηρίου, στην Περιοχή της Κλείσοβας (Επισυνάπτεται εικόνα χάρτη Google earth).

Το εν λόγω παρατηρητήριο ανακατασκευάστηκε στο πλαίσιο του έργου «BIG» εδαφικής συνεργασίας Ελλάδα-Ιταλία 2007-2013 που υλοποίησε η Αναπτυξιακή Εταιρεία Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας με τελικό δικαιούχο τον Φορέα Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου.

Επιπλέον, στο πλαίσιο εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Υγροτόπων θα πραγματοποιηθεί παρατήρηση πουλιών ανάμεσα σε Δυτική & Ανατολική Κλείσοβα από μαθητές του ΕΠΑΛ Μεσολογγίου. Στην παρατήρηση μπορεί επίσης να συμμετάσχει όποιος ενδιαφερόμενος το επιθυμεί  
paratiritirio-limnothalassa-1.jpg

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016


ΠΡΟΣΕΧΩΣ


1.  ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ


 2.  ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ


 3.  ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
 Δημοτικό  <<Ντοβαίοι..>>

https://youtu.be/yFZZzBHEzdw




Στον «νταϊφά» του Ζυγού την κλέφτικη ζωή την αποσπάστηκαν πολλοί Ζυγιώτες (Καστανοχωρίτες), γιατί στην περιοχή λειτουργούσαν δυο κρυφά σχολειά στην Παλιο-Γαβαλού και στην Αγία Παρασκευή στο Άνω Κεράσοβο.

Ο λαός τραγούδησε τους κλέφτες του Ζυγού :

Βουνά μ’ για χαμπηλώσετε, παραμεράτε λίγο
Για ν’ αγναντέψω το Ζυγό και τα Καστανοχώρια
Να ιδώ τους κλέφτες του Ζυγού και τους καπεταναίους
Να ιδώ τους δυό αδερφούς Μακρή, εξι αδερφούς Ντοβαίους
Να ιδώ τον Τσάκο Θοδωρή τους δυό Τσερεπελαίους.
Αυτοί ‘ναι οι κλέφτες του Ζυγού και οι καπεταναίοι.
Αυτοί φυλάνε το Ζυγό και πολεμούν τους Τούρκους.

Κλεφτουριά : Η διάρθρωση του νταϊφά

Κλεφτουριά : Η διάρθρωση του νταϊφά


Κατά την οθωμανική κατοχή στην Ελλάδα οι ανυπότακτοι άνδρες , μη αντέχοντας τον τουρκικό ζυγό, ανέβαιναν στα βουνά όπου συγκροτούσαν κλέφτικες ομάδες, τους γνωστούς κλέφτικους νταϊφάδες .
Η διάθρωση του νταϊφά είναι σχεδόν ίδια όλα τα χρόνια της τουρκικής κατοχής. Οι ειδικότητες που συναντιούνται ήταν απαραίτητες για την αυτάρκεια και λειτουργιά του νταϊφά.
  • -καπετάνιος : αρχηγός του νταϊφά
  • πρωτοπαλίκαρο : υπασπιστής και διάδοχος του καπετάνιου, ήταν πάντοτε επιλεγμένος από τον ίδιο.
  • ψυχογιοί: ήταν συνήθως ορφανά παιδιά ή συγγενείς κλεφτών οι οποίοι είχαν ως όνειρο να γίνουν κάποια μέρα παλικάρια. Η θέση τους ήταν συνήθως βοηθητική. Φρόντιζαν για την παροχή νερού, κουβαλούσαν τα πράγματα των καπεταναίων και φυλούσαν τις αποσκευές σε περιπτώσεις εξόρμησης των παλικαριών. Συνήθως ήταν άοπλοι ή έφεραν ένα μαχαίρι.
  • γιατρός: εμπειρικός χειρούργος με διάφορες ικανότητες σε επεμβάσεις , κατάγματα κ.α.
  • κονταξής: ο οπλουργός του νταϊφά , έμπειρος στην κατασκευή κοντακιών και γενικότερα επεμβάσεων πάνω στα όπλα.
  • χαμζάς: ο μπαρμπέρης , υπεύθυνος για να ξυρίζει και να κουρεύει τα παλικάρια.
  • η ζυγιά: (συνήθως συναντιέται σε μεγάλους νταϊφάδες) οι μουσικοί του νταϊφά, συνήθως αποτελείτο από τρία όργανα , το νάι , τον ταμπουρά και ένα μεγάλο ντέφι
  • ο μπαϊρακτάρης : ένα διαλεκτό παλικάρι που είχε ως δουλειά να κρατεί το μπαϊράκι του νταϊφά.

Δημήτρης Μακρής Ο Απροσκύνητος Καπετάνιος του Μεσολογγίου

Γιάννη Δ. Μακρή
 
Δημήτρης Μακρής 
Ο Απροσκύνητος Καπετάνιος του Μεσολογγίου 
 
 
 
Το 1818 ή ᾽19, ο εκ Κραβάρων Ηγούμενος Δανιήλ κάλεσε το Μακρή στη Μονή Κατερινούς όπου βρισκόταν ο Ι. Παπαρηγόπουλος, γραμματέας του Ρωσικού Προξενείου των Πατρών και κορυφαίος Φιλικός. Ο Καπετάνιος ανταποκρίθηκε και κατέβηκε στο μοναστήρι με τα Πρωτοπαλίκαρα του, δώσανε τον όρκο των Φιλικών και ο Νταϊφάς των Κλεφτών του Ζυγού πήρε τη θέση του στις Εθνικές δυνάμεις που προετοίμασαν και κήρυξαν την Επανάσταση του 1821. Αλλά ποιοί ήταν οι Κλέφτες του Ζυγού και γιατί λέγονταν έτσι; 
Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε και πολλά για αυτούς πρίν τον 18ο αιώνα, οπότε γίνεται η πρώτη αναφορά στην παράδοση αλλά και στη δημοτική μας ποίηση που τραγουδάει το χαλασμό 300 Κλεφτών, με καπετάνιο τον Τσιούλκα από ένα Δερβέναγα με 1.500 Τουρκαλβανούς. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο τραγούδι, οι περικυκλωμένοι Κλέφτες, αφού έχυσαν και τα ασημένια κουμπιά από τα γελέκια τους και τα ’καναν βόλια, έκαναν γιουρούσι με πρώτο τον Τσιούλκα και έπεσαν μέχρις ενός. Η εικόνα που παρουσιάζουν οι Κλέφτες του Τσιούλκα παραμένει ίδια και στην εποχή του Μακρή και μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η Κλεφτουριά στο Ζυγό είναι πολύ παλαιότερη του 18ου αιώνα, γιατί τότε εμφανίζεται σε εμάς με χαρακτηριστικά παγιωμένα. Και ποια είναι αυτά; 
Πρώτα και κύρια ότι είναι απροσκύνητοι και γι’ αυτό υποφέρουν τη καταδρομή των Οθωμανών. Ακόμη είναι ασυμβίβαστοι και αποφασισμένοι γιατί αντί να παραδοθούν κάνουν γιουρούσι κατά πολλαπλάσιου εχθρού, πέφτοντας μαχόμενοι. Έπειτα είναι φοβεροί πολεμιστές που πολεμάνε ακόμα και με βόλια από ασημόκουμπα. Είναι ισχυροί, γιατί παράνομο σώμα με τριακόσιους άνδρες είναι μεγάλο και δυνατό. Και τέλος δεν τελειώνουν, γιατί αν και ξεκληρίστηκαν στη συγκεκριμένη μάχη στο Καλούδι το καλοκαίρι του 1760, ο Νταϊφάς αναγεννήθηκε αμέσως στα καστανοράχια του Ζυγού με καπετάνιο τώρα το Δεληγιάννη. Άλλο χαρακτηριστικό η ονομασία τους, Κλέφτες του Ζυγού, που προσδιορίζει εκτός από την παρανομία της Κλεφτουριάς και τη γεωγραφική περιοχή προέλευσης και δράσης του Νταϊφά. Είναι ο αναχαές Ζυγός, η επαρχία δηλαδή του Ζυγού, που περιλαμβάνει το Ζυγό, Πάνω και Κάτω, και τις δυό Χώρες, Ανατολικό και Μεσολόγγι. Ο αναχαές Ζυγός ανήκει στο Αρματολίκι του Ξηρομέρου, αλλά ούτε οι αρματολοί τον πατάνε γιατί υπάρχουν οι Κλέφτες του:
Βουνά μ’ για χαμηλώσετε, παραμεράτε λίγο
Για ν’ αγναντέψω το Ζυγό και τα Καστανοχώρια
Να ιδώ τους κλέφτες του Ζυγού και τους καπεταναίους
Να ιδώ τους δυό αδελφούς Μακρή, εξ αδελφούς Ντοβαίους
Να ιδώ τον Τσάκο Θοδωρή τους δυό Τσερεπελαίους.
Αυτοί ‘ναι οι κλέφτες του Ζυγού και οι καπεταναίοι.
Αυτοί φυλάνε το Ζυγό και πολεμούν τους Τούρκους.
Έτσι τραγούδησε η δημοτική μας μούσα τον Νταϊφά που αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από Ζυγιώτες. Και μάλιστα, όλα τα χωριά του Ζυγού έχουν από ένα ή περισσότερα πρωτοπαλίκαρα με τα μπουλούκια τους στη δύναμή του. Αλλά και Μεσολογγίτες, Αιτωλικιώτες, κάτοικοι των χωριών της Παραχελωΐτιδας ξωμάχοι και θαλασσινοί, συμμετέχουν. Αυτοί οι τελευταίοι, οι θαλασσινοί, ίσως και να εξηγούν το πειρατικό μαύρο μαντίλι στο κεφάλι αντί για φέσι που, μαζί με τη Φλώρα κάπα, αποτελούν σήμα κατατεθέν του Κλέφτη του Ζυγού. 
Ενδέχεται λοιπόν η Κλεφτουριά να ξεκίνησε από πειρατές που έγιναν στεριανοί και λημέριασαν στα καστανοράχια. Μη ξεχνάμε ότι στην Αιτωλία η ληστεία και η πειρατεία ήταν διαδεδομένες από την αρχαιότητα.  Ακόμη, ο Νταϊφάς αν και επικηρυγμένος δεν εγκαταλείπει τα εδάφη του παρά μόνο για να χτυπήσει τους κατακτητές. Μετά τη μάχη στη Ζάβιτσα όπου οι Κλεφτοκαπετάνιοι  Κατσαντώνης, Δίπλας και Μακρής με 70 Κλέφτες διέλυσαν τρείς Μπέηδες με 400 Τούρκους, το δημοτικό μας λέει:
Οι κλέφτες εχωρίσανε και γίνανε μπουλούκια
Πάει ο Μακρής κατ’ το Ζυγό κι ο Αντώνης κατ’ το Βάλτο
Κι ο Δίπλας πέρα πέρασε πάει κατά τους κουμπάρους. 
Στη συνέχεια, δυστυχώς, ο Αλή πασάς κατόρθωσε να ξεκληρίσει τη Κλεφτουριά των Αγράφων σκοτώνοντας τους Κατσαντωναίους και τον Δίπλα και αναγκάζοντας τα πρωτοπαλίκαρα τους Καραϊσκάκη, Τσόγκα, Δημοτσέλιο κ.λ.π. να προσκυνήσουν στα Γιάννενα. Όμως στο Ζυγό απέτυχε να σκοτώσει τον Μακρή, παρά τον απηνή διωγμό που εξαπέλυσε εναντίον του. Έτσι, όταν στα 1820 οι δυνάμεις του Σουλτάνου πολιορκούσαν τον αποστάτη πιά Αλή στα Γιάννενα και στο Κάρλελι ορίστηκε διοικητής ο Πεχλεβάν Ιμπραήμ Μπαμπά πασάς, το μόνο επικηρυγμένο σώμα ήταν οι Κλέφτες του Ζυγού. Ο Μπαμπά πασάς θεώρησε ότι επρόκειτο περί προσωπικής έχθρας του Μακρή με τον Αλή και τον αντάμειψε για την εναντίωσή του στον αποστάτη με το αρματολίκι του Ζυγού. Γράφει ο Κ. Σ. Κώνστας σχετικά: Ο Μακρής, μυημένος ήδη από του προηγουμένου έτους εις την Φιλικήν Εταιρείαν, απήντησε καταφατικώς εις την επιστολήν του Μπαμπά πασά. Κατήλθεν εκ του Ζυγού, μετά τριακονταετή συνεχή διαμονήν εις αυτόν, εις το Βραχώρι, περιστοιχιζόμενος υπό των συντρόφων του και εν επισήμω τελετή ανεκηρύχθη καπετάνος του Ζυγού, περιβληθείς τον εξ ερυθρού εριούχου μετά χρυσών παρυφών και στολισμάτων επενδύτην των καπεταναίων. Το επιβλητικόν παράστημα του αρχηγού και τών ανδρών του, ο περίχρυσος οπλισμός των και η πολυτελής ενδυμασία όλων έκαμαν γενικώς εις τους παραστάντας Έλληνας και Τούρκους αίσθησιν, κυριολεκτικώς δε κατέπληξε τους πέριξ αυτού Τούρκους ο Μακρής διαμοιράσας προς αυτούς φούχτες χρυσών τουρκικών ρουμπιέδων, δείγματα όλα αυτά της φθοράς και της αφαιμάξεως των Τούρκων παρά των Ζυγιωτών κλεφτών. Η φθορά στην οποία αναφέρεται ο Κώνστας είναι στη πραγματικότητα μια βίαιη αναδιανομή πλούτου σε όφελος των κοινοτήτων, του κλήρου και του λαού γιατί, όπως μας πληροφορεί ο Καρκαβίτσας, οι Κλέφτες του Ζυγού παγίως διέθεταν μέρος από τα λάφυρα για ενίσχυση των Εκκλησιών και των Μοναστηριών αλλά και κοινωφελή έργα στα χωριά τους: δρόμους, γεφύρια, υδραγωγεία κ.α.  
Έτσι, τον Ιούλιο του 1820 ο πλέον επικηρυγμένος άνθρωπος στο Κάρλελι αναγορεύεται Καπετάνιος του, εγκαταλείπει τα δάση και τις σπηλιές και κινείται πλέον ελεύθερα προετοιμάζοντας την Επανάσταση. Το Μεσολόγγι υποδέχεται τον Καπετάνιο του επίσημα ενώ από τους Προκρίτους οι μυημένοι, με πρώτο τον Αναστάσιο Παλαμά, τον ηρωϊκό Καραπιπέρη, συνεργάζονται μαζί του για τη προετοιμασία του Ξεσηκωμού. Ο νεαρός ευπατρίδης Θανασάκης Ραζή-Κότσικας αναλαμβάνει γραμματικός του Νταϊφά και στη πόλη εγκαθίσταται δύναμη Κλεφτών ως φρουρά, η οποία μυστικά εκπαιδεύει τους Μεσολογγίτες στη χρήση των όπλων. Όμως το πιο σημαντικό είναι ότι οι απροσκύνητοι Κλέφτες είναι πλέον σε καθημερινή επαφή με το λαό του Μεσολογγίου και από τη μεταξύ τους ζύμωση διαμορφώνεται το φρόνημα εκείνο που θα οδηγήσει στο μεγαλείο της Εξόδου. 
Μερικούς μήνες αργότερα ο Μακρής ειδοποιείται από την Εταιρεία να παραστεί σε συνάντηση στην Αγγλοκρατούμενη Αγία Μαύρα, τη Λευκάδα. Πράγματι, εκεί και στο σπίτι του Λευκαδίτη Φιλικού Ιωάννη Ζαμπέλιου μαζεύτηκαν την Κυριακή της Αποκριάς του 1821, τα δυνατότερα τουφέκια της Ρούμελης: Πανουριάς, Ανδρούτσος, Βαρνακιώτης, Στουρνάρας, Κοντογιάννης, Καραϊσκάκης, Τσόγκας, Κατσικογιάννης, Κίτσος και ο Μακρής φυσικά. Αποφάσισαν να κηρύξουν την Επανάσταση την 25η Μαρτίου, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Με τις εωθινές κωδωνοκρουσίες λόγω της μεγάλης Γιορτής της Χριστιανοσύνης οι Καπετάνιοι θα ξεσήκωναν τον πληθυσμό στα όπλα, ο καθ’ ένας στη περιοχή του. 
Ο Μακρής ήξερε ότι τώρα χρειαζόταν όσους περισσότερους άνδρες μπορούσε να έχει, άρα έπρεπε να τους στρατολογήσει και να τους εξοπλίσει, δηλαδή χρειαζόταν χρήματα. Τη λύση του έδωσε ο Παλαμάς όταν, σε μυστική συνάντησή τους στις 4 Μαρτίου, τον πληροφόρησε ότι την άλλη μέρα οι Τούρκοι θα μετέφεραν το χαράτσι από το Μεσολόγγι στη Ναύπακτο με μουλάρια. Εκεί έληξε και η σχεδόν οκτάμηνη σχέση του Μακρή με τη νομιμότητα των κατακτητών. 
Ο Καπετάνιος έσκισε το μπουγιουρντί του Αρματολού, ξανάγινε ο Πετρίτης του Ζυγού και με 28 πρωτοπαλίκαρα και μπουλουξήδες του το άλλο πρωΐ 5 Μαρτίου, στη σκάλα του Μαυροματιού στα ριζά της Βαράσοβας, έκαναν αυτό που ήξεραν σα Κλέφτες που ήταν, ξεκλήρισαν τη φρουρά και άρπαξαν το θησαυρό. Ο θησαυρός μοιράστηκε από τον Καπετάνιο στους διαλεχτούς του με ένα ασημένιο τάσι που ήταν μέσα σ’ αυτόν, στη θέση Τριφυλλάκι, στον ανατολικό Ζυγό που από τότε λέγεται και Χαράτσι. Τα πρωτοπαλίκαρα, φορτωμένα γρόσια, σκόρπισαν στα μέρη τους να στρατολογήσουν με εντολή να συγκεντρωθούν στον Κάτω Ζυγό. Έτσι ξεκίνησε η Επανάσταση στη Δυτική Ρούμελη, από τους Κλέφτες του Ζυγού και με τρόπο σύμφωνο με τη μακροχρόνια παράδοσή τους, δηλαδή αρπάζοντας βίαια από τον εχθρό το χαράτσι και χρησιμοποιώντας το σαν Επαναστατικό ταμείο. 
Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν, ο Νταϊφάς αριθμεί πιά 700 άνδρες και, όπως σημειώνει ο Σ. Τρικούπης, τα βουνά του Ζυγού εσκεπάσθησαν υπό κλεπτών καταβαινόντων εις κυρίευσιν του Μεσολογγίου. Όμως οι προεστοί είναι διστακτικοί, παρά τη πίεση που υφίστανται από τους Τούρκους να πληρώσουν εκείνοι το χαράτσι που άρπαξε ο Μακρής. Το γεγονός ότι οι άλλοι δύο σημαντικοί Καπετάνιοι, Βαρνακιώτης και Τσόγκας, δεν κινούνται καθώς και η διέλευση από το Μεσολόγγι του Τουρκαλβανού Καϊμακάμη πρώτα, που πέρασε στη Βοστίτσα και την έκαψε, και του Γιουσούφ πασά στη συνέχεια, που  με 6.000 ασκέρι κατέβηκε από την Ήπειρο να καταπνίξει την Επανάσταση στο Μωριά, εξηγεί το δισταγμό τους. 
Στην Ανατολική Ρούμελη και στον Μωριά η Επανάσταση ξεκινά στην ώρα της και ο Μακρής σε ανταπόκριση με τον Ανδρούτσο του στέλνει δύναμη Κλεφτών που πήρε μέρος στις μάχες στο Χάνι της Γραβιάς, όπου τραυματίζεται και ο επικεφαλής τους Κώστας Ντόβας, από τα πρωτοπαλίκαρα του Νταϊφά. Αλλά και οι Μωραΐτες που πολιορκούν την Πάτρα απευθύνονται στον Καπετάνιο, ζητώντας του να τους καλύψει τα νώτα από εχθρικές δυνάμεις που κατέβαιναν από την Ήπειρο. Ο Μακρής απάντησε ότι μόνος του δεν επαρκούσε και εντάθηκαν οι προσπάθειες να γενικευτεί η Επανάσταση στη Δυτική Ρούμελη. 
Στις 20 Μαϊου, ο Μακρής με τους άνδρες του είναι έξω από το Μεσολόγγι ενώ στο μυχό του Πατραϊκού κόλπου πλέουν Υδραίικα και Σπετσιώτικα καράβια με υψωμένη την Επαναστατική Σημαία. Ο λαός της πόλης ξεσηκώνεται, οι όποιοι ενδοιασμοί εξαφανίζονται και ο Μακρής μπαίνει στο Μεσολόγγι σαν Επαναστάτης πλέον. Στο διοικητήριο υψώνεται η Σημαία του Αγώνα σε ένα κλίμα γενικευμένης αλλοφροσύνης, ενώ εκλέγονται οι Επαναστατικές αρχές της πόλης και συγκροτείται ένοπλο σώμα κατοίκων υπό τον Θανασάκη Ραζή-Κότσικα που ακολουθεί τον Καπετάνιο. 
Ακολουθεί ο ξεσηκωμός του Αιτωλικού και από εκεί η πορεία για τη πολιορκία του Βραχωριού. Όταν ο Μακρής στρατοπέδευε στα γεφύρια του Αλάμπεη κινήθηκαν και οι Βαρνακιώτης και Τσόγκας, χάρις στις άοκνες προσπάθειες της Φιλικής Εταιρείας και του Αλεξάκη Βλαχόπουλου, και η Επανάσταση επεκτάθηκε σε όλη τη Δυτική Ρούμελη. Η πολιορκία του Βραχωριού πρώτα και του Ζαπαντιού στη συνέχεια διήρκεσε δυό μήνες και με την επιστροφή του Καπετάνιου στο Μεσολόγγι υπογράφεται η παρακάτω ομολογία:
Διά του παρόντος συμφωνητικού γράμματος γίνεται δήλον ότι όλοι ημείς οι ευρισκόμενοι εις τον επάνω Ζυγόν και κάτω και Μεσολογγίται και Αιτωλικιώται, συμφώνως όλοι απεφασίσαμεν και εβάλομεν καπιτάνον εις το βιλαέτι μας τον καπετάν Δημήτρην Μακρήν, να έχει μαζί του εκατόν νεφέρια και να ευρίσκεται πρόθυμος εις κάθε φύλαξιν του βιλαετιού μας.
Μεσολόγγι 1821 Ιουλίου 28.
Έχει προηγηθεί, κατά ένα μήνα περίπου, μια αντίστοιχη των κατοίκων του Βενέτικου. 
Οι ομολογίες αυτές, που ίσχυσαν μέχρι τέλους του Αγώνα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον κυρίως για δυό λόγους. Ο ένας είναι η φύση τους που είναι αμιγώς επαναστατική. Οι κάτοικοι, με τη κήρυξη της Επανάστασης αναγνώρισαν Καπετάνιο τους εκείνον που τους ξεσήκωσε στα όπλα, εξέλεξαν τοπικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και προχώρησαν σε δημιουργία δομών εξουσίας Ελληνικής, διαγράφοντας με μιάς τέσσερις αιώνες σκλαβιάς. Ο άλλος είναι η ισχύς τους, διότι ουδέποτε αμφισβητήθηκαν μέχρι τέλους του Αγώνα. 
Το Καπετανάτο του Μακρή δε γνώρισε εμφυλίους, δεν είχε οποιαδήποτε συνδιαλλαγή με τους Τούρκους, δεν υπήρξαν ποτέ καπάκια, αλλά έμεινε αδούλωτο μέχρι το 1826 και ο κατακτητής υποχρεώθηκε να παρατάξει στο Μεσολόγγι τις δυό μεγαλύτερες στρατιές του τότε Οθωμανικού κόσμου, καθώς και τους στόλους του για να το πάρει. Αλλά ακόμα και τότε, αν η Κυβέρνηση του Επαναστατημένου έθνους επεδείκνυε μεγαλύτερη σοβαρότητα, τα ματοβαμένα χώματα της Αιτωλίας θα είχαν γίνει ο τάφος των κατακτητών και η Επανάσταση θα είχε θριαμβεύσει. Δυστυχώς η σοβαρότητα στη πολιτική ζωή της χώρας, ακόμα και σήμερα, δυό αιώνες μετά, παραμένει ζητούμενο. 
Η παρουσία, στη θέση του Καπετάνιου, ενός καθαρόαιμου Κλέφτη έπαιξε το ρόλο της. Ο Μακρής στην ηλικία των 18 ετών, μετά το θάνατο του πατέρα του Βαγγέλη Πραγγέλη Μακρή, σκότωσε έναν Τούρκο αγά και βγήκε στη παρανομία. Ο Νταϊφάς των Κλεφτών του Ζυγού ήταν πλέον το φυσικό του καταφύγιο, ενώ ο μεγάλος αδελφός του Γιάννης έφυγε στη Βλαχία. Η πανύψηλη και ρωμαλέα κορμοστασιά, η μυθική δύναμή του - λέγεται ότι σε γιορτές κρατούσε ένα σφαχτό σε κάθε του χέρι και οι εκδορείς τα έγδερναν - σε συνδυασμό με έναν ατρόμητο χαρακτήρα γρήγορα τον ανέδειξαν σε πρωτοπαλίκαρο του Σφαλτού. Όταν στα 1806, αυτός ο τελευταίος δολοφονήθηκε από τον Αρματωλό του Απόκουρου Σιαδήμα, με εντολή του Αλή πασά, ξέσπασε διαμάχη στο Νταϊφά. Ντοβαίοι και Γαλαναίοι διεκδίκησαν την αρχηγία αλλά τελικά, με παρέμβαση των γεροντότερων, η σπάθα του Κώστα Τσούτση, σύμβολο της αρχηγίας στο Ζυγό, έζωσε τη μέση του ανεψιού του Δημήτρη Μακρή. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη παράδοση, ο Τσούτσης ζούσε όταν ο μικρός γιός της αδελφής του ανακηρύχτηκε Καπετάνιος του Ζυγού. Οι Κλεφτοφάρες που διεκδικούσαν την αρχηγία επέδειξαν τη γνωστή πειθαρχία των Ζυγιωτών αν και ο νεαρός Καπετάνιος δεν είχεν επιδείξει μέχρι της ώρας εκείνης έκτακτον τι εν συγκρίσει προς αυτούς κ’ ετέθησαν υπό τας διαταγάς του, μας πληροφορεί ο Καρκαβίτσας. Ο Νταϊφάς είχε πλέον αποκτήσει τον ιστορικότερο Καπετάνιο του ο οποίος, κατά τον Καρκαβίτσα πάντα, διεβοήθη ως παλικάρι ατρόμητον και διετήρησε πάντοτε την τιμήν του Κλέφτου αλώβητον, διότι ποτέ κατά τας τόσας καταδρομάς δεν υπέκυψεν εις τους Τούρκους μέχρι της Επαναστάσεως. Κατ’ αυτήν δε επέδειξεν μίαν από τας ηρωϊκωτέρας μορφάς της εποχής του. Έτσι, όταν 14 χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1820 και στα πλαίσια της προετοιμασίας του ξεσηκωμού από τη Φιλική Εταιρεία, ο Μακρής ζωσμένος τα θρυλικά πιά άρματά του, καβάλα στο περήφανο πολεμικό φαρί του και ακολουθούμενος από το απροσκύνητο Κλέφτικο Νταϊφά του μπήκε στο Μεσολόγγι σαν Καπετάνιος του Βενέτικου, του Ζυγού και των δύο χωρών, ξεκίνησε μια σχέση με τους Μεσολογγίτες η οποία επιβίωσε και μετά το θάνατο του ξακουστού Πρωτοκλέφτη. 
Επειδή τείνουμε να συγχέουμε τον τίτλο του Καπετάνιου με εκείνον του Οπλαρχηγού, θέλω να διευκρινίσω εν συντομία ότι ενώ Οπλαρχηγός ήταν ο αρχηγός ενόπλου σώματος, ο Καπετάνιος ήταν εκτός από αρχηγός των όπλων και κυβερνήτης, δηλαδή η διοικητική κορυφή μιάς περιοχής. Στο Μεσολόγγι λοιπόν, από την αρχή μέχρι το τέλος του αγώνα Καπετάνιος ήταν ο Μακρής, ενώ Οπλαρχηγός των Εντοπίων, μέχρι την Έξοδο κατά την οποία έπεσε μαχόμενος, ήταν μια άλλη μεγάλη μορφή, ο Θανασάκης Ραζή-Κότσικας. Αυτός ο δεύτερος ανακηρύχτηκε Αρχηγός των Όπλων της πόλης όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Οι δύο άνδρες συνδέθηκαν στενά και, κατά τα ήθη της εποχής, κατέληξαν να συμπεθερέψουν όταν ο Μακρής παντρεύτηκε την πρώτη εξαδέλφη του Ραζή-Κότσικα Ευπραξία, κόρη του Στάμου Ραζή και της πανέμορφης κόρης με το σέρσιγκα Μαρούλας. 
Ο γάμος έγινε ανήμερα Άη Γιαννιού του 1826 στη πολιορκημένη πόλη, ολοκληρώνοντας το συνοικέσιο που έγινε ένα χρόνο νωρίτερα, όπως προκύπτει από το σχετικό προικοσύμφωνο που συνέταξε τον Φεβρουάριο του 1825 ο σύγαμβρος του Μακρή Αθανάσιος Παπαλουκάς σε θαυμάσια για την εποχή γλώσσα, φραστικό δείγμα της Παλαμαίας Σχολής. Το Μυστήριο ευλόγησε ο Ιωσήφ Ρωγών ενώ κουμπάρος παραστάθηκε ο Μήτρος Δεληγιώργης φανερώνοντάς μας τον στρατιωτικοπολιτικό πυρήνα του ανένδοτου αγώνα που οδήγησε στη κορύφωση της Επανάστασης, την Έξοδο του Μεσολογγίου. 
Γιατί η Έξοδος ήταν αποτέλεσμα ενός πνεύματος που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ των ντόπιων, όπως προκύπτει από το διάλογο Μακρή - Καραϊσκάκη στη πολιορκημένη πόλη την 27η Οκτωβρίου του 1825 και διεσώθη από τον Κασομούλη. Εκεί ο Μακρής απορρίπτει τη πρόταση του Καραϊσκάκη, να του δωθεί δύναμη από τη Φρουρά για να χτυπήσει τους Τούρκους από έξω, και δηλώνει ότι η Φρουρά θα κρατήσει όσο μπορεί την Πόλη και όταν δεν θα μπορεί άλλο, δεν θα παραδοθεί αλλά θα κάνει γιουρούσι, θα διασχίσει τα στίφη των εχθρών και θα συνεχίσει τον αγώνα μέχρι την επίτευξη του μεγάλου στόχου, τη Λευτεριά της Πατρίδας. 
Το πνεύμα αυτό, απολύτως συμβατό με τη παράδοση των Κλεφτών του Ζυγού, όπως είδαμε και στη περίπτωση του Καπετάν-Τσιούλκα στο Καλούδι 80 χρόνια νωρίτερα, αναπτύχθηκε μεταξύ των Μεσολογγιτών από τις πρώτες μέρες του Αγώνα όταν, με επικεφαλής το Ραζή-Κότσικα και τη συγκατάθεση του Καπετάνιου, αποφάσισαν και οχύρωσαν την πόλη, παρά την έντονη αντίθεση του Μαυροκορδάτου. Ο ίδιος μάλιστα ο Καπετάνιος διαλέγει ένα από τα πιό επικίνδυνα σημεία της οχύρωσης και εκεί τοποθετεί τη Ντάπια του, την οποία κατασκευάζει, συντηρεί και υπερασπίζεται μέχρι τη Νύχτα της Εξόδου. 
Όμως εδώ εντοπίζουμε και μια άλλη αντίφαση διότι, ενώ ο Μαυροκορδάτος είχε κάνει έδρα του το Μεσολόγγι, η εξουσία του σε αυτό υπήρξε πάντα περιορισμένη λόγω του κύρους και της δημοφιλίας του Μακρή. Σε άρθρο της εφημερίδας Αθηνά, στις 14 Ιουνίου του 1858, διαβάζουμε σχετικά ότι ο Μακρής παρά των συνεπαρχιωτών του ηγαπάτο θρησκευτικώς, διό και κατέστη τοσούτον ισχυρός, ώστε κατά τους χρόνους της επαναστάσεως και όταν ακόμη ο Μαυροκορδάτος διηύθυνε τα της Δυτικής Ελλάδος, ουδεμία προκήρυξις και γενική διαταγή εδημοσιεύετο ή ετοιχοκολλείτο άνευ της συγκαταθέσεως αυτού και της αδείας του επισήμως εκφραζομένης διά του κήρυκος ¨κατά διαταγήν του καπετάν  Μακρή¨…  Αλλά και ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος σε επιστολή προς τους πολεμικούς συμβούλους του Μ. Κοντογιάννη, Ν. Στουρνάρη και Ν. Μπότσαρη, πιστοποιεί ότι στο Ζυγό και τις δυό χώρες η εξουσία ανήκει στον Καπετάνιο. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1824 γράφει ο, κατά τα άλλα παντοδύναμος, Διευθυντής: … ο Καπετάν Δημήτρης Μακρής είναι εις το πλευρόν μας, ειπέτε μοι ποία από τας συμφωνίας εφυλάχθησαν εις τον Ζυγόν, της Μαύρης Αλικής τα κίστια δεν εδόθησαν. Οι εθνικοί μύλοι είναι εις τα χέρια του Μακρή, τα πρόβατα εμετρήθησαν όσων αυτών ηθέλησαν, και ανάθεμα τον παράν οπού θα παρθή. Ο καπετάν Μακρής διορίζεται εις την εκστρατείαν, ούτε αποκρίνεται κάν εις τα γράμματα οπού του έγραψα και τον εγράψατε. Ζώα χρειάζονται διά την εκστρατείαν, οι χριστιανοί του τα εμποδίζουν. Τον γράφετε να στείλη ζώα, δεν τα στέλνει. Εις όλα τα μέρη έχει κολτζήδες. Αυτοί κάνουν τας κρίσεις, αυτοί αποφασίζουν, αυτοί εκτελούν, αυτοί οικειοποιούνται τα εθνικά χωράφια, αυτοί τα βιβάρια…
Εύλογα λοιπόν ο μελετητής διερωτάται πως είναι δυνατόν στο Μεσολόγγι, την πρωτεύουσα της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και έδρα του Διευθυντή της και με παρόντες τους περισσότερους μεγαλοκαπετάνιους της Ρούμελης και της Ηπείρου στο πλευρό του, η εξουσία να ανήκει στον Κλέφτη του Ζυγού; 
Η μόνη λογική απάντηση είναι ότι εκείνον αναγνώριζε και εμπιστευόταν ο λαός σαν φυσικό αρχηγό του. Αλλά και οι κυβερνήσεις δεν είχαν περισσότερη εξουσία στο Καπετανάτο του Ζυγού και αυτό το βλέπουμε κατά το τέλος της ίδιας χρονιάς όταν, ενώ μαίνεται εμφύλιος σε Μωριά και Ανατολική Ρούμελη, καταφθάνουν καταδιωκόμενοι φυγάδες στο Αιτωλικό οι Ζαήμης, Λόντος, Νικηταράς κ.α. Οι Καπετάνιοι της Δυτικής Ρούμελης και της Ηπείρου που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί, με την ανοχή του πολιτικού αντιπάλου των φυγάδων Μαυροκορδάτου, παρέχουν άσυλο στους συναγωνιστές τους κρατώντας για μιά φορά ακόμη τον εμφύλιο μακριά από την Αιτωλία. Ο Κόκκινος σημειώνει σχετικά ότι τους εδέχθησαν, παρ’ όλα τα τυπικά προσχήματα ως φίλους. Και ο μεν Δημ. Μακρής, του οποίου αι πράξεις, αλλά και οι λόγοι απέρρεαν εκ της γενναίας καρδίας του, ανέλαβε να κρατήση εις το σώμα του τον Νικηταράν, διαβεβαιών τον ίδιον ότι και άν ακόμη τον εζητούσεν η Κυβέρνησις δεν θα τον παρέδιδε, παρά την απόφασιν της Συνελεύσεως, ο δε Τσόγκας παρέλαβε τον Ζαΐμην και τον Λόντον και τους μετέφερεν εις το Ξηρόμερον επί της πλησίον του Καλάμου ακτής. Όταν, στη συνέχεια, ο Κωλέττης έχοντας στο πλευρό του Παπαφλέσσα, Γκούρα, Καραϊσκάκη, Τζαβέλλα κ.α. επικράτησε των αντιπάλων του Κολοκοτρώνη, Δεληγιάννη κ.α. διέταξε τον Τσόγκα να φέρει τους φυγάδες στο Ναύπλιο, ο πονηρός Ξηρομερίτης Καπετάνιος φρόντισε να δραπετεύσουν στον Αγγλοκρατούμενο Κάλαμο για να βγεί από τη δύσκολη θέση. Ο Νικηταράς όμως έμεινε στο Νταϊφά, ακολούθησε τον Μακρή στις πολεμικές του επιχειρήσεις και μπήκε μαζί του στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, τοποθετήθηκε στη ντάπια του Ανανία και την υπερασπίστηκε μέχρι τον Αύγουστο του 1825 όταν, μετά τη σχετική αμνηστία, η κυβέρνηση τον απέσυρε στέλνοντάς τον πάλι στο Μωριά.                                                                                                    
Αξιοσημείωτο είναι ότι πουθενά δεν αναφέρεται διαταγή της κυβέρνησης προς τον Μακρή να παραδώσει τον Τουρκοφάγο, όπως έκανε με τον κυβερνητικό Τσόγκα, αν και οι πάντες εγνώριζαν πού είναι ο Νικηταράς και πρώτος από όλους ο κυβερνητικός εταίρος του Κωλέττη Μαυροκορδάτος. 
Να σημειωθεί επίσης ότι σε κανέναν από τους εμφυλίους που τάραξαν την Επανάσταση δεν αναφέρεται ως κυβερνητικός ή αντικυβερνητικός ο Μακρής. Ακόμα και όταν, το Μάρτιο του 1824, οι Μεσολογγίτες κάλεσαν τον Καπετάνιο τους να τους απαλλάξει από το διωγμένο από τα Άγραφα Καραϊσκάκη, ο οποίος είχε συμφωνήσει με τον Μαυροκορδάτο να αγοράσει ουσιαστικά τον τίτλο του Καπετάνιου των δύο Χωρών για 100.000 γρόσια, ο Πετρίτης του Ζυγού δεν του επιτέθηκε. Αρκέστηκε να κατέβει απλώς από τον Ζυγό. 
Στη θέα και μόνο του πανίσχυρου Νταϊφά των Κλεφτών, ο άρρωστος και ανίσχυρος εκείνη την εποχή Καραϊσκάκης απέσυρε τις δυνάμεις του. Ο Μαυροκορδάτος φυσικά εκμεταλλεύτηκε την περίσταση και δίκασε τον Καραϊσκάκη για προδοσία. Η δίκη έγινε στο Αιτωλικό, του οποίου Καπετάνιος ήταν ο Μακρής, αλλά ο ίδιος δεν πήρε μέρος ως στρατοδίκης, παρ’ όλο που ήταν άμεσα θιγόμενος από τη δράση του Καραϊσκάκη. Να σημειωθεί δε πως, όταν ο Καραϊσκάκης παράτησε φατρίες και καπάκια με τους Τούρκους και προσανατολίστηκε σταθερά στον Αγώνα αναλαμβάνοντας αρχιστράτηγος της Ρούμελης, ο Μακρής, παρ’ όλο που, κατά τον Κασομούλη, θεωρούσε ότι ο ίδιος ήταν ή έπρεπε να είναι αρχηγός των όπλων της, όχι μόνο υπηρέτησε υπ’ αυτόν αλλά και τον αποκαλούσε αδελφό του. 
Ολ’ αυτά δείχνουν ότι στην Αιτωλία, της οποίας Πρωτοκαπετάνιος ήταν ο Κλέφτης του Ζυγού, και κυρίως χάρις σε αυτόν, ο Αγώνας είχε από την αρχή του και μέχρι τέλους μια διαφορετική ποιότητα από ότι στην υπόλοιπη επαναστατημένη Ελλάδα. Έτσι, το ότι η κορύφωση της Επανάστασης συνετελέσθη στο Μεσολόγγι μόνο τυχαίο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί. Το απροσκύνητο δε του Μεσολογγίου και του Καπετάνιου του, από το οποίο προέκυψε το Μεγάλο Γιουρούσι,  τραγούδησε η δημοτική μας μούσα:
Κάστρα πολλά προσκύνησαν, και δώσαν τα κλειδιά τους,
Το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ’ άξιο
Δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει.
Κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται τ’ αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σα βροχή και μπόμπες σα χαλάζι. 
Κι από τη ντάπια του ο Μακρής στα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ’ άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
Γιατί βοήθεια πλάκωσε στεριάς και του πελάγου,
Ο Καραϊσκάκης της στεριάς, κι Υδραίοι του πελάγου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε, κι ούτε βοήθεια φτάνει. 
Και σώθηκε όλο το ψωμί, και σώθηκε τ᾽ αλεύρι.
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου.
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν, κρυμμένοι στα χαντάκια, 
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι,
Και λιγοστοί τους ξέφυγαν, στο αίμα κολυμπώντας.
Η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι γίναν τα πράγματα. Ο Καπετάνιος πάσχισε να φέρει βοήθεια στην πολιορκημένη πόλη του και, το Δεκέμβριο του 1825, βγήκε νύχτα από το Μεσολόγγι, ακολουθούμενος από το Σουλιώτη Χ. Φωτομάρα και τον Ξηρομερίτη Κ. Βέρη πήγε στο εθνικό στρατόπεδο της Δερβέκιστας. Εκεί συνάντησε τους Κ. Μπότσαρη, Τσόγκα και Ράγκο που είχαν συγκεντρώσει 5.000 ασκέρι. Όμως κι αυτοί, όπως και ο Καραϊσκάκης, ήταν πολύ απασχολημένοι με το ποιός ήταν αρχιστράτηγος της Ρούμελης, ο Μπότσαρης ή ο Καραϊσκάκης, διαφορά που είχε προκύψει από της μηχανορραφίες των πολιτικών και κυρίως του Μαυροκορδάτου. 
Παρά το κύρος του αλλά και τις σχέσεις που είχε με τους τρείς Καπετάνιους, ο Μακρής κατάφερε να αποσπάσει, μόνον, κατ’ άλλους 300 κατ’ άλλους 600 άνδρες και επέστρεψε αμέσως στην πόλη του, όπου αποβιβαζόταν ο Ιμπραήμ με 15.000 στρατό σε βοήθεια του Κιουταχή, με εντολή του Σουλτάνου. Τώρα πιά, με σχεδόν το σύνολο των εχθρικών δυνάμεων καθώς και τον τεράστιο τουρκοαιγυπτιακό στόλο απασχολημένο στο Μεσολόγγι, οι υπόλοιποι Επαναστάτες μπορούσαν με την ησυχία τους να ασχοληθούν με θέματα ¨σοβαρότερα¨ όπως οι εκλογές. 
Ήταν φυσικό λοιπόν να καταλήξουμε στη 10η Απριλίου του 1826. Το μεσημέρι της μέρας εκείνης ο μόνος εναπομείνας από τη Διευθυντική Επιτροπή Παπαδιαμαντόπουλος κάλεσε το σώμα των Καπετάνιων και Οπλαρχηγών της Φρούρας στη Ντάπια του Μακρή, το φυσικό Αρχηγείο της Εξόδου, όπου απεφασίσθησαν και οι τελευταίες λεπτομέρειες για το Μεγάλο Γιουρούσι της ίδιας νύχτας. Ο Νότης Μπότσαρης επικεφαλής της Φρουράς των έξι ανατολικών Προμαχώνων του Φρουρίου, με οπισθοφυλακή τη Φρουρά της Κλείσοβας υπό το Χατζηπέτρο, θα έβγαινε από το ανατολικότερο σημείο της Εξόδου, για να επιτεθεί στο Καστέλι της Κλείσοβας αλλά και να ασφαλίσει τους Εξοδίτες από τυχόν ενισχύσεις του εχθρού που θα έφταναν από τα Μποχωρογάλατα.
Δυτικότερα αυτών θα έβγαινε η Φάλαγγα με τα Γυναικόπαιδα, συνοδευόμενη από τους οικείους τους που έφεραν όπλα, και ακόμη πιο δυτικά, από την Ντάπια του Μακρή, θα έβγαινε ο Καπετάνιος επικεφαλής της Φρουράς των υπόλοιπων δεκαεπτά Προμαχώνων και επετίθετο στα εχθρικά στρατόπεδα, ασφαλίζοντας από δυτικά την Κολώνα των Αμάχων. Τέλος, ο Κίτσος Τζαβέλας με τριακόσιους διαλεχτούς από όλους τους Προμαχώνες θα αποτελούσε την οπισθοφυλακή των Φαλάγγων του Μακρή και των Φαμελιτών.
Ο Καπετάνιος, πεζός με το γιαταγάνι στο χέρι πλαισιωμένος από τους σημαιοφόρους, το δικό του και του Νότη Μπότσαρη, οδήγησε το κύριο σώμα της Φρουράς με την ταχύτητα και την ορμητικότητα των Κλεφτών του Ζυγού, διέσχισε με επιτυχία τα εχθρικά στίφη και συγκάλεσε προσκλητήριο στην κορυφή του Ζυγού. Δίπλα του σ´ αυτή την πορεία, ντυμένη με αντρική φορεσιά και κρατώντας και αυτή γιαταγάνι, βάδισε η νεαρή και νιόπαντρη Καπετάνισσα Ευπραξία, η οποία από τότε και μέχρι το θάνατό της, όποτε αναφερόταν στον άντρα της, τον αποκαλούσε ο Ήρωάς μου.
Η συνέχεια περιλαμβάνει τη δράση του Μακρή στην Πελοπόννησο, μέχρι που ξαναγύρισε στη Ρούμελη, υπό τον Καραϊσκάκη πλέον, και η συμμετοχή του στην απελευθέρωση περιοχών ανατολικότερα της Αιτωλίας, στην οποία επέστρεψε μετά τη Μάχη της Αράχοβας και την σήκωσε πάλι στα όπλα. Με την ανάληψη της αρχιστρατηγίας των Ελληνικών δυνάμεων από τον Τσώρτς ορίστηκε Αρχηγός των Όπλων της Δυτικής Ρούμελης. Το βαθμό αυτό διετήρησε μέχρι την Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας οπότε και επέστρεψε οριστικά στο Μεσολόγγι.
Ο Καπετάνιος διάλεξε ένα σημείο στο βορειότερο άκρο της Ιερής Πόλης και περίπου στο μέσον του Φρουρίου - τριακόσια μέτρα νότια από τη Μεγάλη Ντάπια και άλλα τόσα Δυτικά από τη δική του, από όπου μπορούσε να εποπτεύει όλο το μήκος του, έχτισε το σπίτι του και ασχολήθηκε πλέον με τη γεωργία.
Έζησε την υπόλοιπη ζωή του μεταξύ Μεσολογγίου και Ζυγού, με τους ανθρώπους που μοιράστηκε τη φοβερή περιπέτεια της Απελευθέρωσης της Πατρίδας και δεν δέχτηκε ποτέ άλλο τίτλο από κείνον του Καπετάνιου του Μεσολογγίου. Έτσι, όταν ο νεαρός Βασιλιάς Όθων απεφάσισε να διορίσει Υπασπιστή του έναν Απροσκύνητο Πολέμαρχο της Επανάστασης και τον κάλεσε στα Ανάκτορα για να του ανακοινώσει ότι τον επέλεξε για τη θέση αυτή, ό Κλέφτης του Ζυγού στενοχωρήθηκε. Κατηφής απάντησε στο Βασιλιά: Μεγαλειότατε δεν ξέρω εγώ να τσακάω τη μέση μου. Και ήσυχος πήρε τοο δρμο της επιστροφής για το Μεσολόγγι. Η απάντησή του αυτή έδωσε στον Όθωνα τότε αλλά και σε μας σήμερα να καταλάβουμε τί σημαίνει  Άνθρωπος Απροσκύνητος, αλλιώς Κλέφτης του Ζυγού.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ήρθε η ώρα, διαισθάνθηκε την Έξοδό του από τη ζωή αυτή, πήρε τον δεκατετράχρονο τότε πρωτότοκο γιό του Νικόλα και ανέβηκαν στην Παλιογαβαλού. Εκεί ήταν η Καπετάνισσα και της είπε: Χλιμένη γριά, έρχεται ο τάταρης να πάρει την ψυχή μου. Μοιρολόγα γριά το ήρωά σου.
Μερικές μέρες αργότερα, από κει ψηλά απ᾽ τα Καστανοράχια, φτερούγισε η ψυχή του Πετρίτη του Ζυγού προς τον Κύριο των Δυνάμεων.
Οι Μεσολογγίτες κήδεψαν τον Καπετάνιο τους δίπλα στο Κοινοτάφιο των Πεσόντων της Εξόδου και, μερικά χρόνια αργότερα, ο επί σχεδόν τρεις δεκαετίες Δήμαρχος Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου Χρήστος Ευαγγελάτος, στο έργο του Ιστορία του Μεσολογγίου, γράφει πώς θυμόταν η Ιερή Πόλη τον Καπετάνιο της:
Αετός του Ζυγού, ενσαρκωτής της Ελληνικής λεβεντιάς και του ακατάβλητου ηρωϊσμού, που δεν γνωρίζει στιγμάς αναπαύσεως, καρδία αδίστακτος, ψυχή θρεμμένη με ανένδοτον πάθος διά την Ελευθερίαν, ένας απόστολος της φυλετικής υπερηφανείας και συγχρόνως της ανθρωπιάς και της καλωσύνης, το Ελληνικόν Βουνό ζωντανεμένο, ιδού ο Δημήτριος Μακρής, ο ήρως του Μεσολογγίου. Δεν ήτο όμως μόνον ο πολεμιστής. Παραλλήλως προς αυτόν υπήρχεν ο στρατηγός. Δηλαδή ο ικανός άνθρωπος, ο ψύχραιμος, ο συνετός, αυτός που έδρα όχι μόνον όπως έπρεπε αλλά και όταν έπρεπε, αυτός που εγνώριζε να διοική και να επιβάλλεται με το παράδειγμά του και με την αρετήν του. Με άλλους λόγους μια συνθετική μορφή από τας εξοχωτέρας του Ελληνικού αγώνος της ανεξαρτησίας, ιδιαιτέρως συνδεθείσα με το Μεσολόγγι και την μεγάλην υπόθεσίν του. Μία μορφή από τας πλέον αντιπροσωπευτικάς της Ελληνικής αλκής, φυσιογνωμία από εκείνας, που μόνη η προσωπική ιστορία των αρκεί διά να εξηγήση και να πείση περί του θαύματος της Ελληνικής διαρκείας. 
 
 
 
Η Ομιλία αυτή 
τυπώθηκε 
τον Απρίλιο του 2014
στις τυπογραφικές εγκαταστάσεις 
των Εκδόσεων 
¨Ασημακόπουλος¨, 
στην Ιερή Πόλη 
Μεσολόγγι,
δαπάναις φίλων 
του Ομιλητή.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΥΝΙΣΤΑΣ

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΟΥΝΙΣΤΑΣ

Αν κινηθούμε περί τα 7 χλμ βόρεια του οικισμού της Αγριλιάς, φθάνουμε στον εγκαταλελειμμένο οικισμό της Χούνιστας. Εκεί έδρασε προεπαναστατικά και κατά την επανάσταση του 1821 έντονα το κλεφταρματολίκι του Zυγού (του Αράκυνθου). Η βρύση που συναντούμε στη μεγάλη ρεματιά στο πλάτωμα του οικισμού λέγεται βρύση των Κλεφτών. Ο γνωστότερος από τους οπλαρχηγούς του ζυγού είναι ο Δημήτρης Μακρής. Πλάι στη βρύση, σε φυσικό εξώστη με θέα προς το Μεσολόγγι και τις λιμνοθάλασσες, συναντούμε την μονή του Αγίου Γεωργίου Χούνιστας, που έχει μείνει χρόνια τώρα χωρίς μοναχούς. Το μοναστήρι είναι σχετικά συντηρημένο και κυρίως το καθολικό του, ναός σταυρεπίστεγος, βασιλικού ρυθμού με τρούλο, που χτίστηκε το 1804.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Αράκυνθος-Τριχωνίδα

Η θάλασσά μας
Περιδέραιο χρυσαφί που το ηλιοβασίλεμα ζώνει το μπούστο του Παναιτωλικού. Την ημέρα ασημώνει απλόχερα την αγκαλιά του Αράκυνθου.Τη νύχτα σεντόνι ολομέταξο σαν λίρα χρυσή σε νυφικό κρεβάτι,ενώ ο Αυγερινός πλέκει από χρυσό και ασήμι υφαντό ξακουστό, όπου οι Αιτωλοί φύλαξαν τον πλούτο τους καθώς η γη αντάριαζε.Οι καλαμιές, τα πουλιά,οι γεροπλάτανοι,θεατές στο θεατρικό που στήθηκε.Γιατί η σκηνή υπάρχει εκεί μέσα,βυθισμένη,ξέχωρη απ΄ τον επάνω κόσμο.Με πρωταγωνιστές ψάρια,νερόφιδα,την πολιτεία,το τέρας,που μόνο οι ψαράδες είδαν σε ξάστερο ουρανό.Η συμφωνία έκλεισε.Αυτά να μας λένε τα μυστικά τους και εμείς να τα κρατάμε...
Λίμνες ξωτικές
Ξέρω δύο λίμνες ξωτικές, δύο λίμνες αδερφάδες με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού, τα κάλλη.
Για ονειροπλέκτες έρωτες και για τραγουδιστάδες.
Τη λίμνη τ΄ Αγγελόκαστρου, του Βραχωριού την άλλη.
Κωστής Παλαμάς, από το ποίημα «Νιότη» της συλλογής «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας»
Η νιότη είναι η πατρίδα του καθενός, και ο Δημήτρης Τσαρούχης θυμάται παλιές ιστορίες εδώ στο περιποιημένο κτήμα του στη Βαρειά, μια ανάσα από την Τριχωνίδα, στη σκιά των βουνών, του Παναιτωλικού και του Αράκυνθου. Ακόμη και το τοπωνύμιο αυτής της περιοχής κρύβει πίσω του έναν μύθο. Οι αρχαίοι κάτοικοι των δύο όχθων της λίμνης, οι Θεστιείς από τη μεριά που βρισκόμαστε και οι Τριχώνιοι απέναντι, μοιράζονταν ένα και μοναδικό γιγαντιαίο σφυρί, που το πετούσαν οι μεν στους δε όποτε το χρειάζονταν. Και μια από τις πολλές τούς έπεσε εκεί που τώρα είναι η Βαρειά. Τα ίχνη των αρχαίων γειτονιών της λίμνης υπάρχουν ακόμη. Οι απόγονοι του μυθικού βασιλιά Θέστιου είχαν την ακρόπολή τους, τριγυρισμένη με κυκλώπεια τείχη, σε μια βίγλα πάνω από το χωριό Καινούργιο. Πιο πέρα, στον λόφο ανάμεσα στην Παραβόλα και στη λίμνη, υπήρχε η ακρόπολη της αρχαίας αιτωλικής πόλης Βουκάτιο και ακόμη πιο πέρα, στο Θέρμο, τα ερείπια θυμίζουν το ιερό λίκνο των Αιτωλών, την «Ακρόπολιν συμπάσης Αιτωλίας», όπως διασώζει ο Πολύβιος, την καθέδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας, την τελειότερη ίσως ομοσπονδία πόλεων που δημιούργησαν οι Ελληνες, στηριζόμενη στη δημοκρατία, στην ισονομία και στην ισοπολιτεία (3ος αι. π.Χ.). Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος γράφει: «Το Θέρμο είναι η μεγάλη αιτωλική μνήμη. Από τα χρόνια της προϊστορίας ίσαμε τους βυζαντινούς αιώνες. Ενα σύμβολο. Πολλή σιωπή το κοιμίζει στους κόρφους της τώρα». «Πάει στο πέλαγο»...
Από το Τριχώνιο σώζονται στη μνήμη τα τειχιά της πόλης στον βυθό της λίμνης που βλέπουν οι ψαράδες όταν η πιο μεγάλη λίμνη της χώρας είναι ήρεμη. Γιατί συχνά σηκώνει ψηλά κύματα, σαν να είναι ανοιχτή θάλασσα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι αποκαλούσαν την Τριχωνίδα «πέλαγος». Το θυμάται και ο Δημήτρης Τσαρούχης. Οταν ρωτούσαν τη μάνα του πού πήγε ο πατέρας του, εκείνη απαντούσε: «Πάει στο πέλαγος». Εκεί στην όχθη του πελάγους, στη Μυρτιά, θα αγόραζε από τους ψαράδες δρομίτσες και τσουρούκλια, αλλά κυρίως θυρίγγια, τη θαλασσινή αθερίνα που με κάποιον, ανεξήγητο, τρόπο ήλθε, άγνωστο πότε, και προσαρμόστηκε στο γλυκό νερό. Αυτός ο εξαιρετικός μεζές υπάρχει μόνο στην Τριχωνίδα και σε άλλη μία λίμνη στη Γαλλία. Πουθενά αλλού στον κόσμο. Τα μικρά ψαράκια τα αλεύρωναν με δικό τους αλεύρι από τους νερόμυλους, τα περνούσαν δέκα δέκα στο ριγανόξυλο και τα τηγάνιζαν έτσι μια αρμαθιά. Στη Μυρτιά είναι αραγμένο ακόμη το θαλασσινό τρεχαντήρι με το οποίο μια οικογένεια ψαρεύει με πυροφάνι την αθερίνα. Και είναι αυτή μια από τις ξεχωριστές εικόνες της λίμνης, το λιόγερμα μέσα από το χρυσαφί «παράθυρο» των αιωνόβιων πλατανιών ή το βράδυ με τις φωτεινές χαρακιές του πυροφανιού, να λικνίζονται στα ήρεμα νερά.

Τα γιοφύρια του Αλάμπεη
Πάλι στον νου ο αισθαντικός Παλαμάς και δυο στίχοι από το ποίημα «Βραχώρι» (παλαιά ονομασία του Αγρινίου): «(...) Και από τους βράχους της Κλεισούρας,κάστρα σαν κυκλώπεια/ πέρασα στα νερόχαρα του Αλάμπεη τα γιοφύρια (...)».
Η διαδρομή ως την Τριχωνίδα περνά από τρία εντυπωσιακά περάσματα.Τα δύο είναι πραγματικά,τα βλέπεις και τα απολαμβάνεις.Το άλλο έχει περάσει στον θρύλο και στη μνήμη των ανθρώπων.Η γέφυρα του Ρίου- Αντιρρίου έχει όλη την ομορφιά που μπορεί να έχει η γεωμετρία του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού και το φαράγγι της Κλεισούρας,κατοικητήριο των ορνέων,τη θελκτική αγριάδα της φύσης.Και ανάμεσα στη Λυσιμαχία και στην Τριχωνίδα,πλανάται η γοητεία των θρυλικών γεφυριών του Αλάμπεη.
«Τις ήτο ο Αλαήμπεης ούτος,του οποίου η γέφυρα διαιωνίζει το όνομα.Εγνώριζε άραγε ότε έκτιζε διά μέσου των λιμνών την οδόν ταύτην,ότι εδημιούργει τον γοητευτικώτερον επί γης περίπατον;» γράφει το 1885 ο λογοτέχνης Δημήτριος Βικέλας.
Ωστόσο ο μουσελίμης Αλάμπεης ήθελε απλώς να ενώσει τους κάμπους του Παναιτωλίου και των Παπαδάτων,που τους χώριζε ένας υγρότοπος ανάμεσα στην Τριχωνίδα και στη Λυσιμαχία.Ετσι έφτιαξε το 1773 με φανταστική μαεστρία έναν λιθόκτιστο δρόμο 3 χλμ.,ο οποίος στηριζόταν σε 360 καμάρες.Αυτό το θαύμα έμεινε στις γκραβούρες των περιηγητών και στις παλιές φωτογραφίες,και ίσως κάποια τμήματά του κάτω από τον αυτοκινητόδρομο που περνά ανάμεσα στις λίμνες και τρέχει για το Αγρίνιο.
Αγιογραφίες του τόπου
Πριν από το Αγρίνιο (6 χλμ.) υπάρχει η διακλάδωση που οδηγεί στην επικράτεια του νερού, κοντά στην ασύλληπτη εικόνα του μαγικού καθρέφτη. Ο ζωγράφος της νέας γενιάς Απόστολος Χαντζαράς (Αγρίνιο, 1977), με έρωτα για τα πελάγη, κυνηγά αυτές τις εικόνες, έχοντας κάτω από την παλέτα του τα παιδικά του χρόνια στην ακρολιμνιά και τη θητεία του στο εργαστήριο παραδοσιακής αγιογραφίας του πατέρα του Λευτέρη Χαντζαρά και του θείου του Κώστα. Ο Κωνόφιος που πουλάει τα ψάρια του, ο ψαράς της λίμνης, η αρμαθιά των ψαριών, το πυροφάνι, είναι εικόνες των παιδικών του χρόνων, εικόνες της ιδιαίτερης πατρίδας. Κάποιες από τις αγιογραφίες που έκανε και ο ίδιος, μας δείχνει ο Απόστολος στην Αγία Τριάδα του Παναιτώλιου, του πρώτου χωριού που συναντάμε πάνω στον περιφερειακό δρόμο της λίμνης. Στην άκρη του χωριού, στα Αμπάρια, υπάρχει το Κέντρο Περιβάλλοντος Τριχωνίδας (τηλ. 26410 51203), για πληροφορίες για τη ζωή στους ασβεστούχους βάλτους και την οικολογία της λίμνης, η οποία διατηρεί υψηλή βιοποικιλότητα με πλήθος πουλιών, ψαριών και ζώων, πολλά από τα οποία είναι σπάνια, όπως η ακριβοθώρητη βίδρα. Μετά το Παναιτώλιο έρχεται το Καινούργιο (6 χλμ.). Αυτά τα περιποιημένα χωριά πιάνουν τις δύο άκρες του δρόμου και πορεύονται μαζί του για χιλιόμετρα. Οι άνθρωποι κάθονται στα καφενεία, ανάμεσα στα κρεοπωλεία (με τα χιλιόμετρα λουκάνικα απλωμένα για να «ψηθούν» στα τσιγκέλια) και στις ταβέρνες. Είναι φανερό ότι εδώ λατρεύεται τα ψητό κρέας. Από την κεντρική πλατεία του Καινούργιου, ο δρόμος αριστερά ανηφορίζει για το χωριό Βλοχός (6 χλμ.) και την ακρόπολη των Θεστιέων (3 χλμ. μετά), χαρίζοντας συνεχώς ωραία θέα προς τη λίμνη πίσω και δεξιά προς τις καταπράσινες πλαγιές. Η απότομη σιδερένια σκάλα ανεβαίνει από το μοναστήρι του Βλοχού στην κορυφή της ακρόπολης. Από εκεί, ανάμεσα στις θεόρατες πέτρες, ο επισκέπτης ακουμπά το βλέμμα του στα βουνά πίσω και το αφήνει να ταξιδέψει μαλακά, σαν τούφα άχλης, προς τη λίμνη κάτω.

Πάνω στον δρόμο, 2 χλμ. μετά το Καινούργιο και την Τραγάνα, υπάρχει η Παραβόλα. Ο δρόμος που τη διασχίζει είναι ωραίος, αλλά κάπου πρέπει να βγείτε δεξιά για το κάστρο Βουκάτιο, όπου μπλέκονται τα αρχαία τείχη με τη μεταβυζαντινή εκκλησιά της Παναγιάς του Κάστρου. Εδώ αισθάνεστε την ανάσα της λίμνης πολύ κοντά.

Ο παραλιακός δρόμος γίνεται πραγματικά ειδυλλιακός με περιβόλια με χρυσές λεμονοπορτοκαλιές δεξιά και πολυπλόκαμα πλατάνια στην όχθη της λίμνης δεξιά. Μετά την Παραβόλα συναντάτε την Παντάνασσα (3 χλμ.) και μετά το Ντουγρί (1 χλμ.). Εδώ η παραλία έχει διαμορφωθεί πολύ ωραία, με σιντριβάνια και εκτάσεις με γρασίδι ανάμεσα στα πλατάνια. Καθώς κάθεστε στα πολύ περιποιημένα καφέ και εστιατόρια, παρακολουθείτε ανάμεσα στα κλαδιά των πλατανιών με τα λίγα κιτρινισμένα φύλλα, τα ταχύπλοα σκάφη να σέρνουν τους αθλητές του wakeboard (θαλάσσιο σκι με μια σανίδα), από την περιοχή αλλά και από την Πάρο, που έτυχε εκείνο το διάστημα να προπονούνται στο camp που δημιούργησε η Γυμναστική Εταιρεία Αγρινίου. Πραγματικά μια καλοκαιρινή εικόνα στο μεταίχμιο του φθινοπώρου με τον χειμώνα.

Μετά το Ντουγρί (4 χλμ.) υπάρχει η διακλάδωση για την παραλία της Μυρτιάς, από τα πιο ωραία και πιο αντιπροσωπευτικά σημεία της λίμνης. Το αραγμένο τρεχαντήρι, ανοιχτά της όχθης με τα πλατάνια, δημιουργούν μια θαλασσινή όσο και στεριανή εικόνα. Αυτήν μπορείτε να την απολαύσετε καλύτερα από ποτέ το ηλιοβασίλεμα, παίρνοντας τον δρόμο για Μυρτιά και Αγία Σοφία. Από εδώ μπορείτε να φτάσετε στο Θέρμο, το κεφαλοχώρι της περιοχής, με την ωραία πλατεία με το άγαλμα του Κοσμά του Αιτωλού. Ο αρχαιολογικός χώρος και το μουσείο συντηρούν τις ιστορικές μνήμες της περιοχής. Ενα ακόμη σημείο για την απόλαυση του δειλινού στη λίμνη είναι από το ξενοδοχείο «Αλθαία» στο Πετροχώρι, 4 χλμ. από το Θέρμο.

Απόδραση στον Προυσό
Είναι μια ευκαιρία για συλλογή απίθανων εικόνων της λίμνης αλλά και μετά δυνατών ορεινών ζωγραφιών γεμάτων με κορφές, ελατοδάση και γάργαρα νερά κάτω από τον θόλο των πλατανιών. Μετά την Παραβόλα (2 χλμ.), οι πινακίδες (προς Προυσό και Καρπενήσι) δείχνουν τη διακλάδωση η οποία αρχίζει να ανηφορίζει προς Νερομάνα και Καλλιθέα. Η Νερομάνα (6 χλμ. από τον παραλίμνιο δρόμο) είναι ένα πανέμορφο χωριό με νερά παντού και τρεις διαδοχικούς καταρράκτες να το διασχίζουν. Ο ωραίος δρόμος συνεχίζει να ανεβαίνει για την Καλλιθέα (4 χλμ. από τη Νερομάνα), ένα πραγματικά γοητευτικό μπαλκόνι για την απόλαυση της λίμνης. Σε όλη τη διαδρομή ως τον Προυσό οι σούβλες γυρίζουν τα Σαββατοκύριακα με τα ψητά κρέατα, το κοκορέτσι και το σπληνάντερο και η τσίκνα καλεί τους περαστικούς να σταματήσουν. Το ίδιο κάνουν και τα τοπία που δημιουργούν τα ρέματα, αλλά και τα ελατοδάση που εμφανίζονται όσο ανεβαίνετε. Μετά την Καλλιθέα συναντάτε το Λαμπίρι (14 χλμ.) και μετά την Αγία Παρασκευή (4 χλμ. μετά) στη ζώνη των ελάτων. Από εδώ ο Προυσός απέχει 11 χλμ. και το μοναστήρι της σεβάσμιας Προυσιώτισσας 2 χλμ. από το χωριό.

ΠΡΟΣΒΑΣΗ
Η διακλάδωση προς Παναιτώλιο για τον γύρο της λίμνης απέχει από την Αθήνα, μέσω της γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, 276 χλμ.
ΔΙΑΜΟΝΗ

ΦΑΓΗΤΟ

Σλαχανοντολμάδες,κοτόπουλο και κόκορα γεμιστό στη γάστρα,ζυμαρόπιτα με κολοκύθι και ντόπιο καλαμποκάλευρο.
Από εδώ πέρασαν οι ήρωες της Εξόδου
Απαιτούμενος χρόνος: 
Καταλληλότερες εποχές:
Πρόσβαση / επιστροφή: 
Διανυκτερεύσεις: 
Φαγητό: 
Εξοπλισμός: Κιάλια (και για την παρατήρηση των πουλιών!), νερό, ελαφρά παπούτσια περπατήματος, ένα μεγάλο μαχαίρι για το κόψιμο των κλαριών του πυκνού σε βλάστηση μονοπατιού.
Σήμανση μονοπατιού: Καλά χαραγμένο και σηματοδοτημένο από τον καθηγητή του ΤΕΙ Μεσολογγίου Φάνη Βορεινάκη, τον άνθρωπο που ανακάλυψε το μονοπάτι της εξόδου!
Δυσκολίες: Εύκολη πεζοπορική διαδρομή, με εξαιρετική όμως ιστορική αλλά και οικολογική αξία.
Εναλλακτικές δραστηριότητες


α) Ιστορικός τουρισμός: ειλικρινά πιστεύω ότι το μονοπάτι αυτό, που πότισαν με το αίμα και με το θάρρος τους οι εξοδίτες, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της εθνικής μας κληρονομιάς και οφείλει η πολιτεία άμεσα να το προστατεύσει από τεχνικά έργα (διανοίξεις δρόμων κλπ.) που πιθανόν να το καταστρέψουν και να το αναδείξει επιτρέποντας σε χιλιάδες συνέλληνες να το περπατήσουν ακολουθώντας τα χνάρια του Γολγοθά των νεομαρτύρων του 1826 (με την από 15.1.1998 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, οι εξοδίτες ανακηρύχθηκαν νεομάρτυρες).
Η αποκάλυψή του αποτελεί σημαντική ιστορική ανακάλυψη του Φάνη Βορεινάκη, που με προσωπικό κόπο και μεράκι κατάφερε να βρει τον χαμένο κρίκο της ηρωικής εξόδου.
β) Παρατήρηση της φύσης: φυσικά στην πανέμορφη λιμνοθάλασσα της «πλέουσας πλατείας» του Μεσολογγίου. Στην Κλείσοβα και στην Τουρλίδα, στα λασποτόπια, στις αλμυρήθρες και στις αμμοθίνες, μπορεί κανείς να παρατηρήσει (με κιάλια!) δεκάδες σπάνια είδη της ελληνικής ορνιθοπανίδας· τσικνιάδες, κορμοράνοι, πελεκάνοι (pelecanus onocrotalus και p. crispus), χουλιαρομύτες, αγριόχηνες, θαλασσαετοί (haeliactus albicilla), συνολικά 226 είδη πουλιών διαχειμάζουν ή μένουν όλο τον χρόνο εδώ!
Μην ξεχάσετε
* Αν διαθέτετε περισσότερες ημέρες, να επισκεφθείτε το δέλτα του Αχελώου, δυτικά του Νεοχωρίου, και τις αρχαίες Οινιάδες. Τις βυζαντινές σκήτες και τις αναρριχητικές διαδρομές της Βαράσοβας.
* Να επισκεφθείτε, οπωσδήποτε, μερικά μόλις χιλιόμετρα ΒΔ. του Μεσολογγίου, τα ερείπια της αρχαίας Πλευρώνας, που ιδρύθηκε στα 234 π.χ. σε μια πλαγιά του Αράκυνθου (Κάστρο Κυρα-Ρήνης). Δυστυχώς ούτε μία ενημερωτική πινακίδα δεν υπάρχει στον δρόμο και τον εκπληκτικό αυτό τόπο τον επισκέπτονται σήμερα μόνο αρχαιοκάπηλοι...
* Να διαβάσετε το πολύ καλό βιβλίο της Σούλας Αλεξανδροπούλου για τα Μονοπάτια των αρχαίων Αιτωλών αλλά και τον τρίτο τόμο της Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης (με μεταγλώττιση στην απλή νεοελληνική) που αναφέρεται στη 2η πολιορκία του Μεσολογγίου (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη - Νέα Σύνορα).
* Να αγοράσετε τον μοναδικά αξιόπιστο χάρτη των Road Editions για τη Στερεά Ελλάδα, που περιλαμβάνει και την περιοχή του Αράκυνθου.
* Να ακούσετε τον διπλό δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου, με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού.
* Να διαμαρτυρηθείτε για τη συνεχιζόμενη σφαγή της ελληνικής ορνιθοπανίδας της λιμνοθάλασσας από τους έλληνες κυνηγούς αλλά και για τους τόνους σκουπιδιών που έχει πετάξει ο Δήμος Μεσολογγίου στις όχθες της Κλείσοβας.
* Να επισκεφθείτε το Δημοτικό Μουσείο αλλά και την πολύ καλή Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης των Χρ. και Σ. Μοσχανδρέου.
Περιγραφή διαδρομής


«Το χάραμα,
επήρα του ήλιου τον δρόμο,
κρεμώντας την λύρα, την δίκαι η στον ώμο,
κι όπου χαράζει έως όπου βυθά,
τα μάτια μου δεν είδαν,
τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι...»
έγραψε ο μεγάλος Ζακυνθινός Διον. Σολωμός και εγώ ταπεινός πεζοπόρος δεν θυμάμαι, φίλες και φίλοι αναγνώστες, να έχω συγκινηθεί περισσότερο, αυτά τα 26 χρόνια που περπατώ στα ελληνικά βουνά, από όσο συγκινήθηκα περπατώντας στο μονοπάτι της εξόδου.
Μεσολόγγι λοιπόν και με ΝΑ. κατεύθυνση βγαίνουμε από την πύλη της εξόδου και μέσω του αμπελιού του Ριζοκότσικα κατευθυνόμαστε σε 9 χλμ. περίπου (2 ώρες περπάτημα) στο ιστορικό μονοπάτι του Αϊ-Συμιού. (Δυστυχώς είναι τέτοια η ανάπτυξη και η έλλειψη σεβασμού των συγχρόνων συνελλήνων, που αυτό το πρώτο τμήμα γίνεται μέσα σε σκουπίδια, σε μπάζα και σε μπετονένια ακαλαίσθητα κτίρια).
Στον Αϊ-Συμιό κατάφερε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κασομούλη, να φθάσει μόνο μία από τις 3 φάλαγγες της εξόδου, με αρχηγούς τους Μακρή και Τζαβέλλα, και εκεί, ενώ περίμεναν ότι θα τους βοηθούσαν κάποιοι οπλαρχηγοί που είχαν έρθει για να πραγματοποιήσουν αντιπερισπασμό στους Τουρκοαιγύπτιους, εξαιτίας εσωτερικών ερίδων (από αυτές που ταλανίζουν, δυστυχώς, τη φυλή μας...), δεν ήρθαν και οι εξοδίτες βρήκαν πολυάριθμους Αλβανούς υπό τον Μουσταήμπεη και έπαθαν τα πάνδεινα καταδιωκόμενοι ακόμη και πάνω στο βουνό.
Στη διάρκεια των μαχών (με χιλιάδες τους νεκρούς) σώθηκαν μόνο 1.300 άνδρες, 7 γυναίκες και 3-4 παιδιά, όπως γράφει ο Σπ. Τρικούπης, περπατώντας όλη τη νύχτα και φθάνοντας τα ξημερώματα στην κορυφή του βουνού σε κακή κατάσταση από τις ταλαιπωρίες, την πείνα και τον κόπο.
Στα βήματα των αγωνιστών
Από το 1826 ως σήμερα κανένας δεν μπήκε στον κόπο να ανακαλύψει το πώς σώθηκαν τα ζωντανά φαντάσματα του έπους του Μεσολογγίου.
Γιατί, αν και στην πόλη είχαν τείχη και χαρακώματα να διαβούν, την πραγματική έξοδο την έκαναν εδώ, μέσα στην άγρια φύση.
«Χάσμα σεισμού 'που βγάν' ανθούς / και τρέμουν 'ς τον αέρα....» είναι ο Αράκυνθος (ή Ζυγός), ένα εκτεταμένο ορεινό συγκρότημα, με μέγιστο υψόμετρο μόλις 984 μ., με τη νότια όμως όψη του, βραχώδη και κατάφυτη, να φράζει στα Β. το Μεσολόγγι και τις λιμνοθάλασσές του.
Αυτόν τον Αράκυνθο έπρεπε να διαβούν η εξοδίτες για να σωθούν. Ας δούμε πώς. Από τη Μονή του Αϊ-Συμιού (υψόμετρο 200 μέτρα), ακολουθώντας με ΒΔ. κατεύθυνση έναν δασικό δρόμο, περνάμε από ένα αλσύλλιο, έναν τεραστίων διαστάσεων σταυρό, σε τρίστρατο, κατευθυνόμαστε εντελώς δεξιά, αποκτούμε θέα της λιμνοθάλασσας και σε 20 λεπτά περίπου, στα 300 μ. υψόμετρο, σε ένα πλάτωμα, συναντάμε στα δεξιά μας τα πρώτα κόκκινα σημάδια της σηματοδότησης και ακολουθούμε το μονοπάτι που εγκαταλείπει τον δρόμο και «χώνεται» μέσα στη μεσογειακή μακία. Ανηφορίζουμε μια σάρα και σε 20 λεπτά, κόβοντας με μια χαντζάρα τα κλαριά που φράζουν το πέρασμα, φτάνουμε στους λιθοσωρούς 2 ιστορικών ταμπουριών.
Από εδώ και επάνω η καρδιά μας κτυπάει έντονα. Γύρω μας αισθανόμαστε την αόρατη παρουσία των νεκρών εξοδιτών να κατευθύνει τα βήματά μας.
Το μονοπάτι δεν είναι ένα απλό μονοπάτι αλλά ένα λιθόστρωτο, από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι Αιτωλοί, το οποίο και είχε κλειστεί μέσα στην οργιαστική βλάστηση Κύριος είδε για πόσες δεκαετίες.
Και τα ταμπούρια αυτά ήταν αυτά που χρησιμοποίησε η «έξωθεν βοήθεια» για να κτυπήσει τους Αλβανούς και να σώσει τους εξοδίτες.
Δεκαπέντε επιπλέον λεπτά περπάτημα και είμαστε στην κορυφογραμμή του Αράκυνθου με φοβερή θέα 360 μοιρών γύρω γύρω.
Στα Ν. φαίνεται το Μεσολόγγι, στα Α. η Βαράσοβα, στα Β. η Δερβέκιστα, προς την οποία και κατηφόρισαν οι εξοδίτες για να σωθούν.
Ειλικρινά είναι από τους ωραιότερους τόπους που έχω συναντήσει και περπατήσει στη ζωή μου.
Αν ακόμη υπάρχει ένα ελάχιστο δείγμα ευαισθησίας σε αυτόν τον τόπο, αύριο κιόλας, μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου, το υπουργείο Γεωργίας θα πρέπει να κηρύξει αμέσως τον Αρακυνθο Εθνικό Δρυμό για να τον προστατεύσει και, αφού το μονοπάτι διανοιχθεί και άλλο και συντηρηθεί, όλα τα σχολεία της επικράτειας θα πρέπει να έρθουν εδώ και να το περπατήσουν.
«Παράμερα στέκει, ο άνδρας και κλαίει
αργά το τουφέκι, σηκώνει και λέει:
Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το 'ξέρει πως μου είναι βαρύ....»
Το καριοφίλι, ο περίφημος λιάρος, του αρματωλού του Ζυγού και στρατηγού Δημητράκη Μακρή, που οδήγησε τη φάλαγγα των εξοδιτών προς τη σωτηρία, ζει όμως σήμερα στο Μουσείο του Μεσολογγίου και σας περιμένει, φίλες και φίλοι αναγνώστες, μετά το περπάτημα στο μονοπάτι, για να ριγήσετε και εσείς μπροστά του όπως ρίγησα και εγώ, για τους ελεύθερους πολιορκημένους της πολιτείας της λιμνοθάλασσας...

Αράκυνθος- Το φαράγγι της Κλεισούρας



Το φαράγγι της Κλεισούρας
(Natura 2000)
 

Αφήνοντας πίσω μας την Αιτωλία του Νότου, την ήρεμη λιμνοθάλασσα και τους βάλτους, περνάμε μέσα από ατέλειωτους ελαιώνες και από πλούσιους πορτοκαλεώνες. Μπροστά μας στέκεται ορθός ο Αράκυνθος ή Ζυγός. Ο Αράκυνθος δεν είναι Πίνδος δεν είναι Όλυμπος, δεν είναι Παναιτωλικό, είναι ένα μικρό βουνό που κόβει στα δύο, από την Ανατολή στη Δύση την Αιτωλία και το ύψος του φθάνει τα 984 μ. Είναι μικρό βουνό αλλά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις ομορφιές και το φυσικό περιβάλλον των μεγάλων.
Στο δρόμο μας προς το Αγρίνιο, περνούν μπροστά μας λόφοι, και λοφάκια, αλλού γυμνά κι αλλού δασωμένα με χαμηλή βλάστηση.
Τόποι με αρχαία ερείπια και πολλά ξωκκλήσια. τόποι ποτισμένοι με αίμα για την ελευθερία. Κοντά στο Κεφαλόβρυσο ο Αράκυνθος αρχίζει ν' αλλάζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κακοτράχαλα φαράγγια του. Μπροστά μας τα πέτρινα τείχη της Κλεισούρας.
Ο Γάλλος περιηγητής G. Deschamps, στο Οδοιπορικό του 1890 "Η Ελλάδα σήμερα" περιγράφει με τα καλύτερα χρώματα τα βουνά της Αιτωλίας. "Τα βουνά της Αιτωλίας βρίσκονται πάντα μπροστά μας, με το απέραντο περίγραμμά τους φράζουν τον ορίζοντα μ' ένα πλατύ τείχος". Ενώ ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, γράφει:
Κόρφοι, ποτάμια, διάσελα,
κάβοι, ζυγοί, κλεισούρες,
βουνά που ξεχωρίζουνε
μονά, βουνά, δεμένα,
τόνα με τ' άλλα ξακουστά,
βουνά, βουνά σβυσμένα.
Το φαράγγι της Κλεισούρας μπροστά μας, λαβωματιά στα στήθια του Αράκυνθου. Πριν από εκατομμύρια χρόνια μεταξύ των Αιτωλικών και Ακαρνάνικων βουνών, στην Αιτωλική πεδιάδα, σχηματίζονταν μια μεγάλη λίμνη μέσα στην οποία χυνόταν ο ποταμός Αχελώος για να ξαναβγεί νότια, από τα Στενά της Κλεισούρας - τα "Κύκνεια Τέμπη" των αρχαίων - κι ύστερα να χυθεί με ορμή στον κόλπο του Αιτωλικού.
Στο πέρασμα των αιώνων, έπειτα από καθιζήσεις και γεωλογικές ανακατατάξεις στην περιοχή μεταξύ του Αράκυνθου και των απέναντι Ακαρνανικών βουνών, ο Αχελώος στράφηκε προς το μέρος της καθίζησης και πήρε την τωρινή του "πορεία". Η μεγάλη αρχαία λίμνη χωρίστηκε στα τρία, στις σημερινές λίμνες Τριχωνίδα, Λυσιμαχία και Οζερό και η Κλεισούρα μετατράπηκε σε στεγνή κοίτη, με τους ωραίους, αξιοπερίεργους βράχους και τις απόκρημνες όχθες της. Οι γυμνοί βράχοι εδώ εξουσιάζουν το τοπίο, είναι ασβεστολιθικοί, τεράστιοι σαν πύργοι που αγγίζουν τον ουρανό. Τα χρώματά τους ποικίλουν άλλοι είναι καφέ, κοκκινωποί, ξανθοί, μαύροι, γαλάζιοι, γυμνοί και φαγωμένοι από τους αιώνες. Σχισμάδες, σπηλιές και σπηλιαράκια, βράχοι σκεπασμένοι με λίγα κλαδιά και χαμηλούς θάμνους που ανάλογα με την εποχή έχουν και τα χαρακτηριστικά τους χρώματα.
Ποιος θα το περίμενε στα μάτια του τέτοιο μεγαλείο από ένα βουνό, μικρό σαν τον Αράκυνθο που δεν ξεπερνάει σε ύψος τα χίλια μέτρα. Παρ' όλα αυτά ο Αράκυνθος ή Ζυγός, με τ' απότομα βράχια, τα καταφύγια και τις σπηλιές του, ήταν το στέκι των Αρματωλών και των Κλεφτών, αλλά και η κρυψώνα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, όσων σώθηκαν, μετά το χαλασμό του Μεσολογγίου.
Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ που πέρασε στην περιοχή στο "Ταξίδι στηνΕλλάδα" γράφει για την περιοχή. "Αυτή είναι η περιοχή που δημιούργησε η φύση για να γίνει μια μέρα το φρούριο των Αιτωλών και το καταφύγιό τους. Το επισημαίνουμε τώρα, χωρίς φόβο να προδώσουμε το μυστικό των καταφυγίων που σχημάτισαν οι ουρανοί για να γλιτώσουν τους χριστιανούς από τις βαρβαρικές επιθέσεις". Και συνεχίζει ο Πουκεβίλ σ' άλλο σημείο του Οδοιπορικού του. "Στα γύρω μέρη αυτού του στενού, που η σιωπή του έσπαζε μόνο από το τραγούδι του φλώρου, της γαλιάντρας και του σπίνου... Οι οδηγοί μου έδειξαν στην αντίθετη πλευρά αυτής της χαράδρας τις βίγλες των ληστών, οι οποίοι, από τότε που καταστράφηκαν τα δένδρα πίσω από τα οποία κρύβονταν σχημάτιζαν ταμπούρια με σωρούς λίθων, πίσω από τα οποία πυροβολούσαν τους ταξιδιώτες. Μ' έτρωγε συνέχεια κρυφή ανησυχία, βλέποντας τους κρημνούς που μας τριγύριζαν. Τελικά μετά από τρία τέταρτα της ώρας κόπο, φθάσαμε στο υψηλότερο σημείο, απ' όπου είδα τη θάλασσα, το νησί και την πόλη Ανατολικό (Αιτωλικό). Όσο μπορούσε ν' απλωθεί το βλέμμα μου παρατήρησα και γρήγορα διαπίστωσα από κοντά πως το όρος Αράκυνθος εκτείνεται από τον Εύηνο ως κάτω από το Αγγελόκαστρο, όπου σβήνει με ελαφρά επικλινείς πλαγιές σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από την αριστερή όχθη του Αχελώου".
Στη βόρεια έξοδο του στενού της Κλεισούρας βρίσκονταν από την εποχή ακόμη του Ομήρου η Αιτωλική πόλη Πυλήνη (όπως φανερώνει και το όνομά της). Μετά από επιδρομή που έκαναν οι Αιολείς όπως μας λέει ο Στράβωνας την μετέφεραν στη βόρεια πλευρά του όρους Αράκυνθος (κοντά στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου) και την μετωνόμασαν Πρόσχιον. "... Μετανεγκόντες (Αιολείς) εις τους ανώτερον τόπους ήλλαξαν αυτής και τόνομα, Πρόσχιον καλέσαντες ...".
Ο Δημήτριος Βικέλας, στο Οδοιπορικό του "Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν" (Επιστολή προς φίλον) (1884) γράφει: "Μετά την διάβασιν του έλους, (των λιμνών Τριχωνίδας-Λυσιμαχίας) η οδός στρέφουσα προς τα δεξιά παρακολουθεί τους πρόποδας του όρους Ζυγού, αποτόμως υψομένου υπεράνω των δύο λιμνών έπειτα δε, κάμπτουσα προς τ' αριστερά εισέρχεται εις σειράν στενών φαράγγων, αίτινες απολήγουν εις την περιώνυμον Κλεισούραν, τα Κύκνεια Τέμπη των αρχαίων. Αι πετρώδεις πλευραί του σχιστού όρους υψούνται αποτόμως εκατέρωθεν ως τοίχοι υπερμεγέθεις, από δε του βάθους, οπόθεν βλέπεις επί των βράχων τα σημεία της βροχής και των ανέμων, φαντάζεσαι ότι προσφάτος τις υποχθόνιος κλονισμός τους διέρρηξε και τους ήνοιξε. Στενή λωρίς ουρανού κυανού χωρίζει υπεράνω της κεφαλής σου το χάσμα, που και που δε διασχίζει τον αέρα, εκεί υψηλά, γύψ πλατυπτέρυγος ή ταχύς ιέραξ, εις τα υπέρυθρα άκρα των βράχων διακρίνεις μόλις τας οπάς όπου έχουν τα όρνεα τας φωλεάς των.
Μέσα στο φαράγγι η βλάστηση αλλά και η χλωρίδα είναι πλούσια και αποτελείται από γέρικα πλατάνια, κυπαρίσσια, κουτσουπιές, χαρουπιές, αγριοτσικουδιές, σχίνα, παλιούρια, ασφάκες, ρείκια, αγριλιές, βελανιδιές, πουρνάρια και Σπάρτα. Στις ψηλές όμως κορυφές του Αράκυνθου υπάρχουν σημαντικά δάση με πολλά υπεραιωνόβια δένδρα.
Η περιοχή καλύπτεται επίσης από μεσογειακή μακία, φρύγανα, βελανιδιές και πουρνάρια. Στα ριζά των βράχων, στις υγρές σχισμάδες και στα σκιερά σημεία κάτω από τη χαμηλή βλάστηση, ανάλογα με τις εποχές φωτρώνουν τα κυκλάμινα, οι ορχειδέες, οι ανεμώνες, οι παπαρούνες, οι ίριδες, οι αγριοτριανταφυλλιές και σκορπίζουν τα χρώματά τους και τις γλυκές μυρωδιές τους μέσα στο φαράγγι. Την άνοιξη στο φαράγγι υπάρχει μεγάλη συμφωνία χρωμάτων, αλλά αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι οι αποχρώσεις του ρόζ, απ' τους ανθούς της κουτσουπιάς. Το ρόζ διακόπτεται απ' τις κίτρινες πινελιές των σπάρτων.
Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο βιβλίο του "Ελληνικοί Ορίζοντες" γράφει: "Δρόμος γεμάτος πολύτιμες αφορμές αισθητικής ηδονής οδηγεί από το Αγρίνιο στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι. Είναι ο δρόμος της Κλεισούρας του Αράκυνθου. Την είπα κάποτε λαβωματιά, που σκίζει το βουνό σε δύο μεγάλα κομμάτια και δημιουργεί ένα καταπράσινο διάσελο, όπου το πλατάνι, ρίχνει πυκνούς ίσκιους στην απόκρημνη πέτρα, όπου το σκίνο ευωδιάζει και το πουρνάρι σκαρφαλώνει σε ύψη, όπου αντίλαλοι υποβλητικοί φαίνονται να πηγάζουν από πανάρχαιες λησμονημένες φωνές. Κοντά στο άνοιγμα της Κλεισούρας αυτής, προς το μέρος της Λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, βρίσκεται σφηνωμένο στη σπηλιά του και στον απόκρημνο βράχο του το εκκλησάκι της Αγια Λεούσας, της Παναγίας που στέκει άγρυπνη απάνου στο μόχθο και στον ψυχικό κάματο του περαστικού. Λίγο πιο πέρα, λίγο πιο έξω η λιμνοθάλασσα λάμπει ολόχαρη και ακύμαντη".
Εδώ σ' ετούτη την "αητοφωλιά" της Αγια Λεούσας, ασκήτεψε και έζησε ο Γιάννης Γούναρης, "ο καλόγερος της Κλεισούρας", ο άνθρωπος που έσωσε το Μεσολόγγι το Δεκέμβριο του 1822 όταν ο Βρυώνης με τον Κιουταχή αποφάσισαν να κάνουν επίθεση τη νύχτα των Χριστουγέννων. Το μυστικό το έμαθε ο Γούναρης, μια και ήταν κυνηγός του Ομέρ-Βρυώνη και το μετέφερε στους Μεσολογγίτες στις 24 Δεκεμβρίου το πρωί, έτσι μπόρεσαν οι πολιορκημένοι να απωθήσουν και πάλι υα στήφη των Τούρκων. Ο Βρυώνης, όμως, έμαθε ότι ο Γούναρης αποκάλυψε το μυστικό του και για να τον εκδικηθεί έσφαξε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Ο Γούναρης μετά τη σφαγή των αγαπημένων του αποφάσισε να μονάσει στην Κλεισούρα.
Ο Κώστας Κρυστάλλης, ο μεγάλος μας ποιητής, εμπνέυστηκε από τη θυσία του Γιάννη Γούναρη και έγραψε το ποίημα "ο Καλόγερος της Κλεισούρας".

"Ο Μερ-Πασσάς μαθαίνει του κυνηγού
την προδοσιά και στην απελπισιά του,
σαν πήρε κ Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του.
Τόπαν του Κώστα στα βουνά και τ' άρματα πετάει
και στης Κλεισούρας το μικρό το 'ρημοκκλήσι πάει
και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα.."
 
Η προτομή του Γ. Γούναρη μέσα στο φαράγγι, δίπλα σ' εκείνη του Πατροκοσμά, θυμίζει στους περαστικούς τη μεγάλη θυσία του.
Η παρουσία σπάνιων πουλιών και ειδικά αρπακτικών στην περιοχή υποδηλώνει οικοσύστημα ακόμη πλούσιο σε ζωή και ισορροπημένο. Σύμφωνα με τον Simpson στα μισά του 19ου αιώνα στην περιοχή φώλιαζαν σπάνια αρπακτικά όπως ο Γυπαετός και ο Βασιλαετός. Σήμερα υπάρχει στην περιοχή μια σημαντική αποικία από Όρνια (Gyps fulvus). Μερικά από τα αρπακτικά που φωλιάζουν εδώ αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Αράκυνθου είναι η ποντικοβαρβακίνα, το βραχοκιρκίνεζο, το ξεφτέρι, το δενδρογέρακο, ο χρυσαετός, το χρυσογέρακο, ο κραυγαετός, ο Μπούφος, η τυτώ, ο γκιώνης, η κουκουβάγια κ.ά. Στις απότομες ορθοπλαγιές του φαραγγιού φωλιάζουν επίσης εκτός από τ' αρπακτικά και άλλα "γκρεμόφιλα" είδη, όπως κόρακας, το βραχοχελίδονο, η βουνοσταχτάρα, ο βραχοτσοπανάκος, η πετροπέρδικα κ.ά.
Για τη μεγάλη τους οικολογική σημασία ο Αράκυνθος και τα Στενά της Κλεισούρας, ανήκουν στις περιοχές Natura 2000. Επίσης η περιοχή του φαραγγιού για την μεγάλη αισθητική, φυσική και πολιτιστική του αξία έχει κηρυχθεί σε φυσικό και πολιτιστικό μνημείο.
Αν θέλουμε να διαφυλάξουμε το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον μας, αλλά και τις ιστορικές μας μνήμες, πρέπει να προστατέψουμε όσο μπορούμε καλύτερα, περιοχές σαν το Φαράγγι της Κλεισούρας.