Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Έγραψαν για την Κλεισούρα..
Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ που πέρασε στην περιοχή στο "Ταξίδι στην Ελλάδα" γράφει για την περιοχή. "Αυτή είναι η περιοχή που δημιούργησε η φύση για να γίνει μια μέρα το φρούριο των Αιτωλών και το καταφύγιό τους. Το επισημαίνουμε τώρα, χωρίς φόβο να προδώσουμε το μυστικό των καταφυγίων που σχημάτισαν οι ουρανοί για να γλιτώσουν τους χριστιανούς από τις βαρβαρικές επιθέσεις". Και συνεχίζει ο Πουκεβίλ σ' άλλο σημείο του Οδοιπορικού του. "Στα γύρω μέρη αυτού του στενού, που η σιωπή του έσπαζε μόνο από το τραγούδι του φλώρου, της γαλιάντρας και του σπίνου... Οι οδηγοί μου έδειξαν στην αντίθετη πλευρά αυτής της χαράδρας τις βίγλες των ληστών, οι οποίοι, από τότε που καταστράφηκαν τα δένδρα πίσω από τα οποία κρύβονταν σχημάτιζαν ταμπούρια με σωρούς λίθων, πίσω από τα οποία πυροβολούσαν τους ταξιδιώτες. Μ' έτρωγε συνέχεια κρυφή ανησυχία, βλέποντας τους κρημνούς που μας τριγύριζαν. Τελικά μετά από τρία τέταρτα της ώρας κόπο, φθάσαμε στο υψηλότερο σημείο, απ' όπου είδα τη θάλασσα, το νησί και την πόλη Ανατολικό (Αιτωλικό). Όσο μπορούσε ν' απλωθεί το βλέμμα μου παρατήρησα και γρήγορα διαπίστωσα από κοντά πως το όρος Αράκυνθος εκτείνεται από τον Εύηνο ως κάτω από το Αγγελόκαστρο, όπου σβήνει με ελαφρά επικλινείς πλαγιές σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από την αριστερή όχθη του Αχελώου".
Ο Δημήτριος Βικέλας, στο Οδοιπορικό του "Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν"  (1884) γράφει: "Μετά την διάβασιν του έλους, (των λιμνών Τριχωνίδας-Λυσιμαχίας) η οδός στρέφουσα προς τα δεξιά παρακολουθεί τους πρόποδας του όρους Ζυγού, αποτόμως υψομένου υπεράνω των δύο λιμνών έπειτα δε, κάμπτουσα προς τ' αριστερά εισέρχεται εις σειράν στενών φαράγγων, αίτινες απολήγουν εις την περιώνυμον Κλεισούραν, τα Κύκνεια Τέμπη των αρχαίων. Αι πετρώδεις πλευραί του σχιστού όρους υψούνται αποτόμως εκατέρωθεν ως τοίχοι υπερμεγέθεις, από δε του βάθους, οπόθεν βλέπεις επί των βράχων τα σημεία της βροχής και των ανέμων, φαντάζεσαι ότι προσφάτος τις υποχθόνιος κλονισμός τους διέρρηξε και τους ήνοιξε. Στενή λωρίς ουρανού κυανού χωρίζει υπεράνω της κεφαλής σου το χάσμα, που και που δε διασχίζει τον αέρα, εκεί υψηλά, γύψ πλατυπτέρυγος ή ταχύς ιέραξ, εις τα υπέρυθρα άκρα των βράχων διακρίνεις μόλις τας οπάς όπου έχουν τα όρνεα τας φωλεάς των.

ΚΕΡΔΟΣ

Κέδρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κέδρος
Κέδρος του Λιβάνου
Κέδρος του Λιβάνου
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Κωνοφόρα (Pinophyta)
Ομοταξία: Πευκόψιδα (Pinopsida)
Τάξη: Πευκώδη (Pinales)
Οικογένεια: Πευκοειδή (Pinaceae)
Γένος: Κέδρος (Cedrus)
Trew
Είδη

Δείτε κείμενο

Κέδρος της Κύπρου
Ο κέδρος (Cedrus) είναι κωνοφόρο αειθαλές δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των Πευκοειδών. Περιλαμβάνει τέσσερα είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο κέδρος του Λιβάνου. Δάση από κέδρους συναντώνται στην Κρήτη, στην Κύπρο και στην Πελοπόννησο, στο όρος Πάρνωνας. Τα κυριότερα είδη είναι τα εξής:

Μορφολογία

Ο κέδρος χαρακτηρίζεται από το μεγάλο μέγεθος του κορμού του Τα φύλλα του είναι βελονοειδή και άκαμπτα, ενώ καθένα από αυτά διαθέτει δύο ρητινοφόρους αγωγούς. Το φύλλο ενός κέδρου παραμένει στο δέντρο από 3 ως 6 χρόνια. Οι θηλυκοί κώνοι του κέδρου έχουν πράσινο ή πορφυρό χρώμα. Κέδρους συναντάμε συχνά σε ελατοδάση, διότι οι κέδροι αρχικά παρέχουν τη σκιά που απαιτούν τα έλατα για να μεγαλώσουν κατά τα πρώτα στάδια της ζωής τους. Το ξύλο ένος κέδρου όταν καίγεται δίνει ένα άρωμα, και γι' αυτό χαρακτηρίζεται και ως αρωματικό δέντρο. Ο κέδρος δεν χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί, ούτε έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από το έδαφος.

Αξιοπερίεργα

  • Το ξύλο του κέδρου είναι εντελώς άοσμο. Για το λόγο αυτό, θεωρείται η ιδανική πρώτη ύλη για την κατασκευή πουροθηκών, ώστε τα πούρα να διατηρούν ακέραιο το άρωμά τους [εκκρεμεί παραπομπή].
  • Ο κέδρος είναι ένα από τα δέντρα που περιλαμβάνονται στην κελτική αστρολογία.
  • Ο κέδρος εμφανίζεται στην αμερικάνικη λογοτεχνία ως τίτλος του βιβλίου "Χιόνι πάνω στους κέδρους", του συγγραφέα David Guterson. Το βιβλίο αυτό μεταφέρθηκε και στην κινηματογραφική οθόνη το 1999 με τον ίδιο τίτλο και πρωταγωνιστή των Ήθαν Χωκ.
  • Ένας πράσινος κέδρος εμφανίζεται τόσο στη σημαία, όσο και στο εθνόσημο, του Λιβάνου.


ΠΟΥΡΝΑΡΙ

Πουρνάρι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πουρνάρι (Πρίνος)
Δρυς η κοκκοφόρος
Δρυς η κοκκοφόρος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Φηγώδη (Fagales)
Οικογένεια: Φηγοειδή (Fagaceae)
Γένος: Δρυς (Quercus)
Διώνυμο
Δρυς η κοκκοφόρος
Quercus coccifera

L.
Quercus coccifera
Το πουρνάρι ή πρίνος ή περνιά (κυπρ.), (επιστ. Δρυς η κοκκοφόρος, Quercus coccifera L.) είναι ένα είδος αείφυλλης σκληρόφυλλης δρυός με ευρεία εξάπλωση γύρω από τη Μεσόγειο. Οφείλει την ονομασία του στους κόκκους ερυθρού χρώματος που σχηματίζουν οι προνύμφες του εντόμου Kermes vermilio μέσα στα φύλλα, όπου φωλιάζουν και νυμφώνονται. Οι νύμφες του εντόμου χρησιμοποιούνται εδώ και χιλιετίες για την παρασκευή κόκκινης βαφής.

Πίνακας περιεχομένων

Ταξινομικό καθεστώς

Η Quercus coccifera ανήκει στο Τμήμα Cerris, όπως και οι πλείστες αείφυλλες μεσογειακές δρύες. Αναγνωρίζονται δύο υποείδη, το υποείδος coccifera με εξάπλωση στη Δυτική Μεσόγειο και το υποείδος calliprinos, το οποίο επικρατεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα δύο υποείδη διαφοροποιούνται κυρίως στο μέγεθος με το υποείδος calliprinos να λαμβάνει πιο συχνά διαστάσεις μεγάλου δέντρου. Το πουρνάρι διασταυρώνεται με σειρά άλλων σκηρόφυλλων μεσογειακών δρυών, όπως την αριά (Quercus ilex) και τη λατζιά (Quercus alnifolia) δίνοντας υβρίδια με ενδιάμεσα μορφολογικά χαρακτηριστικά [1][2].

Μορφολογική περιγραφή

Το πουρνάρι φύεται ως αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 1-6 m. Ο φλοιός είναι τεφρόχρωμος, αρχικά λείος, αργότερα με φολιδωτό ή σχισμένο ξηρόφλοιο στον κορμό και στους γέρικους κλάδους. Τα φύλλα είναι απλά, διατεταγμένα κατ’ εναλλαγή, δερματώδη, με λεία επιφάνεια, μήκους 1-5 cm και πλάτους 0,5-2,8 cm. Τα νεύρα γενικά δεν εξέχουν. Οι παρυφές είναι συνήθως οδοντωτές με εξέχοντα ή στραμμένα προς την κορυφή κοντά ή μακριά, αιχμηρά δόντια και σπανιότερα μέχρι λειόχειλες. Η κορυφή είναι οξεία ή αμβλεία και η βάση στρογγυλεμένη ή ελαφρά καρδιοειδής και ο μίσχος βραχύς, σπάνια μακρύτερος των 5 mm. Τα άνθη είναι μονογενή - οι αρσενικοί ίουλοι φύονται μοναχικοί στις άκρες των νεαρών κλαδίσκων, ενώ τα θηλυκά άνθη εμφανίζονται μονήρη ή σε ζεύγη στις μασχάλες των φύλλων. Οι καρποί (βαλανίδια) εμφανίζονται μοναχικοί ή κατά ζεύγη. Ο ποδίσκος έχει μήκος 8-12 mm, ενώ το κύπελλο έχει διάμετρο 1-3 cm και μήκος 1-2,5 cm, καλύπτοντας συνήθως πάνω από το μισό του μήκους του βαλανιδιού, είναι άτριχο ή χνοώδες, καλυμμένο με χαλαρά πεπιεσμένα ή ισχυρά κυρτά προς τα έξω λέπια. Το κάρυο (βαλανίδι) έχει μήκος 1,5-3 (-3,5) cm και διάμετρο 0,8-1,5 cm και είναι χρώματος θαμπού καστανού. Το ενδοκάρπιο έχει πυκνό τρίχωμα [3].

Περιοχή εξάπλωσης - Βιότοπος

Το πουρνάρι είναι σημαντικό συστατικό στοιχείο της μεσογειακής σκληρόφυλλης βλάστησης. Φύεται από την Ιβηρική χερσόνησο και το Μαρόκο στα δυτικά μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας και της Παλαιστίνης στα ανατολικά.

Χρήσεις - Οικολογική σημασία

Πέρα από την παραγωγή κόκκινης βαφής, τα βαλανίδια του πουρναριού χρησιμοποιούνται στην ιατρική ως στηπτικά. Επίσης το πουρνάρι χρησιμοποιείται για βόσκηση αιγών. Το πουρνάρι είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό κατά της υπερβόσκησης αναπτύσσοντας αμυντικούς μηχανισμούς, όπως ισχυρά δόντια στα φύλλα. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα ξηρανθεκτικό είδος, αφού φύεται στα όρια της ερήμου (Συρία, Ιορδανία, Λιβύη). Ακόμη, πρεμνοβλαστάνει εύκολα μετά από πυρκαγιά, παίζοντας σημαντικό οικολογικό ρόλο, αφού προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση.

Εικόνες

WIKIPEDIA ΑΡΑΚΥΝΘΟΣ

Αράκυνθος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το φαράγγι της Κλεισούρας
Ο Αράκυνθος ή Ζυγός είναι βουνό του νομού Αιτωλοακαρνανίας, νότια της λίμνης Τριχωνίδας. Έχει υψόμετρο 984 μέτρων.[1] Στον Αράκυνθο βρίσκεται το στενό φαράγγι της Κλεισούρας μέσω του οποίου συνδέονται η περιοχή του Μεσολογγίου με την περιοχή του Αγρινίου.
Οικισμοί στις πλαγιές του Αράκυνθου είναι τα Ελληνικά, Άνω Κεράσοβο, Κάτω Κεράσοβο, τα Άνω Μούσουρα, τα Κάτω Ρετσίνα, το Άνω Κουδούνι η Χούνιστα κ.α. Το βουνό καλύπτει μεγάλο τμήμα των πρώην δήμων Αρακύνθου, Μακρυνείας και Μεσολογγίου.
Ο Αράκυνθος είναι κατάφυτος από κέδρα και πουρνάρια. Ανάμεσα τους ζουν αγριογούρουνα, ελάφια, σκίουροι, χελώνες και άλλα άγρια ζώα. Επίσης αρκετά είδη ερπετών και πτηνών όπως ο αετός. Για την μεγάλη του οικολογική σημασία, ο Αράκυνθος μαζί με το φαράγγι της Κλεισούρας είναι ενταγμένος στο δίκτυο Φύση 2000.[2]

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΚΡΕΜΑΣΤΟΣ

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΚΡΕΜΑΣΤΟΣ

Η χαμηλή οροσειρά του Αρακύνθου (Ζυγού) φημίζεται για την πυκνή βλάστηση και για τα δάση από βελανιδιές και καστανιές. Εξαίρεση αποτελεί η νοτιοδυτική πλευρά, που βλέπει προς την λιμνοθάλασσα Αιτωλικού.
 Εκεί οι βράχοι πέφτουν απότομοι και κοφτεροί. Εντυπωσιάζει το πλήθος των πολλών απόκρημνων σπηλαίων, που δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί. Ένα από αυτά, ο Άγιος Νικόλαος ο Κρεμαστός, παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον, γιατί φαίνεται πως ήταν«το πιο σημαντικό ασκητικό κέντρο της περιοχής του Μεσαίωνα». Το επίθετο «Κρεμαστός» φαίνεται πως δόθηκε από τον ιδρυτή της Μονής Νίκανδρο, κατά μεταγενέστερη μαρτυρία του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννου Αποκαύκου (1199-1232), εξαιτίας του απόκρημνου βουνού: « ή κατά την επίσκεψιν Αχελώου μονή του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, ήτινι κλήσιν εξ εαυτού ο πρώτως ταύτην δομησάμενος εχαρίσατο, έρωτι τω θείω γενόμενος εκκρεμής και ακολούθως τω τρόπω εν αποκρήμνω τη πέτρα επικρεμάσας το δόμημα και παρονομάσας ούτω του Κρεμαστού».
Ξεκινώντας από το Κεφαλόβρυσο Αιτωλικού και βαδίζοντας βορειοανατολικά, ύστερα από κοπιαστική πορεία μιάμισης ώρας, φτάνει κανείς σε απότομη χαράδρα, πάνω από την οποία βρίσκεται το σπήλαιο του Αγίου Νικολάου. Στη χαράδρα υπάρχουν ερείπια παλαιών χτισμάτων.
Σε ύψος 50 περίπου μέτρων από το βάθος της χαράδρας, ανεβαίνει κανείς δύσκολα ως την απόκρημνη σπηλιά. Το άνοιγμα της σπηλιάς στο στόμιο είναι 6 περίπου μέτρα, στο κέντρο 8 και ο κατά μήκος άξονας από το στόμιο ως το βάθος 12.50 μ.Ανατολικά, απέναντι από το στόμιο της εισόδου, υπάρχει λιθόχτιστο τέμπλο, που χωρίζει το σπήλαιο σε ιερό και κύριο ναό. Στο ιερό, παρ’όλη τη δυσκολία εντοπισμού τους, που οφείλεται στις ακανόνιστες επιφάνειες του βράχου, δημιουργείται είδος κόγχης και παραβημάτων. Στο κέντρο περίπου του κύριου ναού σώζεται πλατιά και βαθιά στέρνα που συγκέντρωνε απ’έξω με αγωγούς το νερό της βροχής. Μικρό σπήλαιο βρίσκεται στα βόρεια του μεγάλου, σε απόσταση 20 περίπου μ. με είσοδο επίσης από νοτιοδυτικά. Και τα δύο σπήλαια είναι τοιχογραφημένα με τοιχογραφίες που αποτελούν οριακό σταθμό για την εξέλιξη της τέχνης στο δυτικό στερεοελλαδίτικο χώρο. Από την άποψη της διατήρησης θα βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση, αν μερικοί, που κατά καιρούς κατόρθωσαν να ανεβούν ως το σπήλαιο, δεν χάραζαν πάνω στις τοιχογραφίες τα ονόματά τους. Στα τελευταία χρόνια τοποθετήθηκε στο άνοιγμα του σπηλαίου ξύλινη εξέδρα από τους εθελοντές, για να διευκολύνονται οι προσκυνητές που ανεβαίνουν για να τιμήσουν τη μνήμη του αγίου, που γιορτάζεται εκεί δύο φορές το χρόνο, στις 6 Δεκεμβρίου και στις 20 Μαΐου.
Οι τοιχογραφίες: Διαπιστώνεται οργανωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα με κύριο γνώρισμα τις μεγάλες χριστολογικές και θεομητορικές γιορτές. Δεν υπάρχει θεματική ενότητα, γιατί τη θέση της καθεμιάς παράστασης την καθόριζε η καταλληλότητα του χώρου:
Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος. Γέννηση του Χριστού. Η σκηνή του Ευαγγελισμού. Εις Άδου Κάθοδος Η Μεταμόρφωση. Η Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Βαϊοφόρος. Η Σταύρωση. Ο Ευαγγελισμός.
Όλες οι σκηνές, και στο μεγάλο και στο μικρό σπήλαιο, χωρίζονται μεταξύ τους  με παχιές γραμμές και κάποτε με γεωμετρικές διακοσμήσεις. Το μοτίβο που επαναλαμβάνεται είναι καστανόχρωμοι σταυροί σε λευκό έδαφος, που τοποθετούνται σε σειρές οριζόντιες και κάθετες, καθώς και ομόκεντροι κύκλοι, που επαναλαμβάνονται σε οριζόντιες σειρές.
Πάνω στους προπλασμούς, χρώματος ώχρας, σημειώνονται οι σκιές με καστανό, ενώ τα περιγράμματα γράφονται με βαθύ κεραμιδί. Τα πρόσωπα και τα γυμνά μέρη φωτίζονται με λευκές μικρές ή μεγαλύτερες επιφάνειες. Γενικά εντυπωσιάζει ο λιτός τρόπος απόδοσης των προσώπων με τις αδρές γραμμές και κυρίως τα ορθάνοιχτα, μεγάλα και έκπληκτα μάτια που « αντικατοπτρίζουν την εσωτερική λαμπρότητα των εικονιζομένων», οι ίσιες μύτες, τα τονισμένα στόματα και τα καλοσχεδιασμένα μαλλιά.
Χρονολόγηση: Το σπουδαίο αυτό ασκητικό κέντρο χρονολογείται στο διάστημα από τον 10ο ως τον 13ο αιώνα. Στοιχεία που βοηθούν στην παρακολούθηση της ιστορίας και καλλιτεχνικής εξέλιξης της μονής του Αγίου Νικολάου του Κρεμαστού είναι:
Α) Επιγραφή με το όνομα του πρώτου ιδρυτή. Β) Σιγίλλιο του Ναυπάκτου και Άρης Ιωάννου Απόκαυκου. Γ) Επιγραφή δεξιά της εισόδου, δίπλα στον αρχάγγελο Μιχαήλ. Δ) Συγκριτική μελέτη παρόμοιων σύγχρονων μνημείων.
Το όνομα του πρώτου ιδρυτή, διασώθηκε σε επιγραφή, που βρίσκεται στη μεγάλη σπηλιά. Πρόκειται για το μοναχό Νίκανδρο, που έδρασε στην περιοχή στη δεκαπενταετία από το 990 ως το 1005. Οι αρχαϊκές τοιχογραφίες του μικρού σπηλαίου πρέπει να είναι σύγχρονες με την ίδρυση του μοναστικού αυτού κέντρου. Στην ίδια εποχή, δηλ. στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ουαιώνα, πρέπει να τοποθετηθούν και δύο παραστάσεις της μεγάλης σπηλιάς, με κριτήρια κυρίως τεχνοτροπικά: η Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος και η Θεοτόκος η Σπηλαιώτισσα. Με το πέρασμα του χρόνου η μονή μεγάλωσε και η φήμη της ξαπλώθηκε στην περιοχή. Στο 12ο αιώνα απέκτησε μεγάλη περιουσία και σε δεύτερη φάση ζωγραφίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της μεγάλης σπηλιάς. Από το σιγίλλιο του Αποκαύκου φαίνεται πως στις αρχές του 13ουαιώνα (1205-1229), όταν ήταν ηγούμενος οΘεοδόσιος, πρώην αρχιεπίσκοπος Ζικχίας, το μοναστήρι πέρασε μια περίοδο οικονομικής εξαθλίωσης και μαρασμού και χρειάστηκε, ύστερα από παράκληση του Αποκαύκου, η επέμβαση του «μεγαλυπερόχου δουκός της επισκέψεως Αχελώου κυρ Νικολάου του Γοριανίτου». Αυτός μετά το θάνατο του Θεοδοσίου, τοποθέτησε ηγούμενο τον ιερομόναχο Τιμόθεο τον Πολύλογο, που τον επέλεξε ο μητροπολίτης, για να επιμεληθεί «τους, υπ’αυτόν μοναχούς, της συστάσεως του θείου ναού, της λυχνοκαΐας αυτού, της ιεράς ψαλμωδίας, τά υπό την μονήν βοσκήματα, τους αμπελώνας…».
Μπορεί έτσι να υποστηριχτεί ότι η τοιχογράφηση του κύριου ναού έγινε πριν από την ηγουμενία του Θεοδόσιου, δηλαδή στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα. Στη χρονολόγηση αυτή συμφωνούν σύγχρονα μνημεία της ίδιας τεχνοτροπίας και ιδίωςκαππαδοκικά πρότυπα, όπως η μορφή της Παναγίας στη Γέννηση και τα χαρακτηριστικά των γυναικών στην Έγερση του Λαζάρου και στη Σταύρωση και γενικότερα τα αδρά περιγράμματα των προσώπων στις τοιχογραφίες της εκκλησίας του GoremeCarikli Kilise της ίδιας εποχής. Τα πρόσωπα στη Μετάδοση και Μετάληψη των Αποστόλων, με τα σκληρά χαρακτηριστικά και το ιδιαίτερο γνώρισμα των ορθογώνιων σαγονιών, μας μεταφέρουν στον 12ο αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες που βρίσκονται εξωτερικά, δεξιά της εισόδου, κρίνοντας από όσα τεχνοτροπικά στοιχεία σώζονται και κυρίως αν ερμηνεύουμε σωστά την επιγραφή, μπορούν να χρονολογηθούν στις αρχές του 13ου αιώνα. Πιθανόν ο ικέτης της επιγραφής να είναι ο Μιχαήλ Κομνηνοδούκας (1204-1214), που θεωρείται ιδρυτής του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Ελληνικών Μεσολογγίου

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

"ΟΙ ΝΤΟΒΑΙΟΙ" (Στο Μεσολόγγι)
ΛΗΣΜΟΝΗΣΜΕΝΟΙ ΖΥΓΙΩΤΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ


Να μην ξεχνάμε τους αδερφούς Ντοβαίους που τοσα πρόσφεραν με τη λεβεντιά τους και το θάρρος τους

Ενδεικτικά παραθέτουμε τα ονόματα αυτών και τους τίτλους τους(εκ των ήδη γνωστών):

1)Πέτρος Ντόβας Καπετάνιος - Στρατηγός
2)Κώστας Ντόβας οπλαρχηγός
3)Παναγιώτης Ντόβας οπλαρχηγός
4)Μήτρος Ντόβας οπλαρχηγός - Ταγματάρχης
5)Γεώργιος Ντόβας οπλαρχηγός
6)Σωτήριος Ντόβας οπλαρχηγός
7)Αθανάσιος Ντοβάς οπλαρχηγός
8)Στράτος Ντόβας
9)Ιωάννης Ντόβας
10)Γεώργιος Ντόβας
11)Ανδρέας Ντόβας

Read more: http://vassiladi.blogspot.com/2010/02/blog-post_6712.html#ixzz3zBOBRp5R

ΕΠΑΛ - Ι.Μ. Αγ. Γεώργιος Χούνιστας


Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Γενικά


Φυσικό Περιβάλλον

linmi1
Η μεγαλύτερη και κατά πολλούς γραφικότερη λίμνη της Ελλάδας, η λίμνη Τριχωνίδα, βρίσκεται στην καρδιά της Αιτωλοακαρνανίας. Η Τριχωνίδα έχει επιφάνεια 95 τ.χμ., μέγιστο μήκος 19χλμ., πλάτος 6 χλμ., περίμετρο 58 χλμ. και μέγιστο βάθος τα 58 μέτρα. Το οικοσύστημα της λίμνης Τριχωνίδας βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με τα γειτονικά οικοσυστήματα του κάμπου του Αγρινίου, της Μακρυνείας, του Παναιτωλικού, του Αρακύνθου, των βουνών της Ναυπακτίας και της Λυσιμαχίας. Η λίμνη είναι εντεταγμένη στο δίκτυο Natura 2000.
H περιοχή από την οποία συλλέγει τα νερά της έχει έκταση 215 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η κοιλότητα της λίμνης περικλείεται από την ανατολική πλευρά από το όρος του Παναιτωλικού (2000 μ.) και απέναντι ακριβώς  από τον Αράκυνθο ή Ζυγό (984 μ.).
Παλαιότερα, γύρω από την Τριχωνίδα και τη Λυσιμαχία υπήρχαν πλούσια παραλίμνια δάση, τόσο πυκνά που ήταν δύσκολο να τα διαβεί κανείς. Αποτελούνταν από φράξους, ιτιές, πλατάνια, σκλήθρα, λεύκες, λυγαριές και πρόσφεραν καταφύγιο σε πολλά σπάνια είδη ζώων και πουλιών. H περιοχή ήταν από παλιά τόπος κυνηγιού για τους ντόπιους αλλά και περιηγητές-Έλληνες και ξένοι, είχαν κυνηγήσει εδώ. “Κατά τη διάρκεια της διαδρομής το ρίχναμε στο κυνήγι, καθώς περνούσαμε από πλούσια κυνηγοτόπια”, γράφει ο Τούρκος περιηγητής Eβλία Tζελεμπί, που πέρασε από τις λίμνες τον 19o αιώνα. Στην περιοχή της Λυσιμαχίας υπήρχε το μεγαλύτερο παραλίμνιο δάσος της Ελλάδας, το οποίο εκριζώθηκε και η γη αποδόθηκε στην καλλιέργεια. Το έργο αυτό άρχισε το 1915 και τελείωσε πριν από τη γερμανική κατοχή.
Σήμερα η παραλίμνια βλάστηση της Τριχωνίδας είναι πιο αραιή, αλλά παραμένει πάντα πλούσια σε σχέση με άλλες λίμνες της Ελλάδας. Αποτελείται από πλατάνια, φράξους, ιτιές, λεύκες, καβάκια, σκλήθρα, λυγαριές, κυπαρίσσια, δάφνες, πικροδάφνες. Στις πλαγιές των παραλίμνιων λόφων κυριαρχεί η μεσογειακή μακία, που απαρτίζεται από σχίνα, σπάρτα, κουμαριές, ρείκια, φιλύκια, κουτσουπιές, χαρουπιές, τρικουκιές, παλιούρια, ασφάκες και θυμάρι.
Πριν από εκατομμύρια χρόνια, μεταξύ των Αιτωλικών και Ακαρνανικών βουνών, στην αιτωλική πεδιάδα, σχηματιζόταν μια μεγάλη λίμνη μέσα στην οποία χυνόταν ο ποταμός Αχελώος για να ξαναβγεί νότια, από τα Στενά της Κλεισούρας – τα «Κύκνεια Τέμπη» των αρχαίων -, κι ύστερα να χυθεί με ορμή στον κόλπο του Αιτωλικού.
Στο πέρασμα των αιώνων, έπειτα από καθιζήσεις και γεωλογικές αναταράξεις στην περιοχή μεταξύ του Aρακύνθου και των απέναντι Ακαρνανικών βουνών, ο Αχελώος στράφηκε προς το μέρος της καθίζησης και πήρε την τωρινή του «στράτα». H μεγάλη αρχαία λίμνη χωρίστηκε στα τρία, στις σημερινές Τριχωνίδα, Λυσιμαχία και Oζερό, και η Κλεισούρα μετατράπηκε σε στεγνή κοίτη, με τους ωραίους, αξιοπερίεργους βράχους και τις απόκρημνες όχθες της.
H Τριχωνίδα πήρε μάλλον το όνομά της από την αρχαία πόλη Tριχώνιο, που βρίσκεται δίπλα της, κοντά στο χωριό της Γαβαλούς. H Λυσιμαχία ονομαζόταν επίσης Yρία ή Kωνώπη. Παλαιότερα, σε περιόδους πλημμυρών οι δύο τους ενώνονταν και φαίνονταν σαν μια λίμνη, που οι κάτοικοι της περιοχής ονόμαζαν Λίμνη του Aπόκουρου.
Παλιά, όταν οι δύο λίμνες ενώνονταν με αβαθείς βάλτους, για να αποφεύγεται ο κύκλος της Λυσιμαχίας από την ξηρά, η επικοινωνία γινόταν με πλοιάρια και γαΐτες. Κατά την παράδοση, ο μουσελίμης του Kάρελι, Aλάημπεης, αποφάσισε, γύρω στα 1773, το χτίσιμο γεφυριών για να συνδέσει τους κάμπους του Παναιτωλίου και των Παπαδάτων. Επέβαλε στους κατοίκους των παραλίμνιων χωριών προσωπική εργασία και εισφορά, διέθεσε και ο ίδιος σημαντικό τμήμα από τους καταβαλλόμενους φόρους κι έτσι χτίστηκαν τα γεφύρια. Τριακόσιες εξήντα καμάρες συνολικού μήκους περίπου τριών χιλιομέτρων – που συνέδεαν τις δύο λίμνες. Σήμερα, δυστυχώς, τα γεφύρια αυτά έχουν καταστραφεί, μετά τη δημιουργία της εθνικής οδού.

Χλωρίδα

Η χλωρίδα στην περιοχή της λίμνης είναι πολύ σημαντική. Εδώ φύεται το ενδημικό φυτό της Eλλάδας, Centaurea aetolica. Από τον Μάρτη ως το Σεπτέμβρη – Οκτώβρη, στα υγρολίβαδα, στα λιβάδια, στα γύρω δάση, στα φρύγανα, στη μακία, στους ελαιώνες, φυτρώνουν πλήθος σπάνιες ορχιδέες: Ophrys apifera, Ophrys lutea, Ophrys oestrifera, Ophrys speculum, Limodorum abortivum, Anacamptis pyramidalis, Barlia robertiana, Orchis italica, Orchis laxiflora, Orchis mascula, Orchis palustris κ.ά. Kοντά στο νερό φυτρώνουν οι όμορφες κίτρινες ίριδες των βάλτων (Iris pseudacorus), ενώ στα γύρω λιβάδια μπορεί να συναντήσει κανείς ίριδες (Iris cretica, Iris germanica), γλαδιόλες (Gladiolus illyricus) και ανεμώνες με κόκκινα, μωβ ή λευκά χρώματα (Anemone coronaria, Anemone pavonina).
Σε σκιερές τοποθεσίες, συνήθως κάτω από μεγάλα δέντρα ή θάμνους, φυτρώνουν τα όμορφα κυκλάμινα (Cyclamen graecum και Cyclamen persicum). Στα γύρω λιβάδια φυτρώνουν τα Alium, τα Convolvulus, οι καμπανούλες (Campanula sp.), ενώ μέσα στη μακία βλάστηση φυτρώνουν οι αγριοτριανταφυλλιές (Rosa sp.) και οι έρικες (Erica sp.).

Πανίδα

H μεγάλη ποικιλία της βλάστησης και των οικοσυστημάτων δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για πλούσια και μοναδική πανίδα. H λίμνη της Tριχωνίδας είναι από τις πιο σημαντικές της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τα ψάρια του γλυκού νερού. H ιχθυοπανίδα της, που περιλαμβάνει 18 είδη, αποτελείται από ενδημικά της Eλλάδας, ενδημικά της Aιτωλοακαρνανίας και ενδημικά της λίμνης. Αντιπροσωπευτικά είδη ψαριών είναι τα εξής: Atherina boyeri (Αθερίνα), Barbus albanicus (Στρωσσίδι), Cobitis trichonica (Τριχονοβελονίτσα), Economidichthys pygmaeus (Λουρογωβίος), Economidichthys trichonis (Νανογοβιός), Rutilus vlikiensis (Δρομίτσα), Scardinius acarnanicus (Τσερούκλα), Silurus aristotelis ( Γλανίδι) και Tropidophoxinellus hellenicus (Γουρνάρα). H περιοχή είναι επίσης από τις πιο πλούσιες της Αιτωλοακαρνανίας σε αμφίβια και ερπετά.  H περιοχή είναι επίσης από τις πιο πλούσιες της Αιτωλοακαρνανίας σε αμφίβια και ερπετά. Εδώ υπάρχουν ο δεντροβάτραχος (Hyla arborea) και άλλα είδη βατράχων, όπως η Rana graeca, η Rana ridibunda, η Rana dalmatina. Ακόμη, υπάρχουν ο φρύνος (Bufo bufo) και ο πρασινόφρυνος (Bufo viridis), ενώ στα γύρω από τη λίμνη βουνά υπάρχει η Bombina variegata.
Από τα ερπετά έχουν βρει ιδανικούς βιοτόπους για διατροφή και αναπαραγωγή οι δύο νεροχελώνες (Emys orbicularis και Mauremis caspica), όπως και τα νερόφιδα (Natrix natrix και Natrix tesselatο). Άλλα ερπετά στην περιοχή είναι οι χερσοχελώνες (Testudo hermanni και Testudo marginata). Άλλα είδη φιδιών, εκτός από τα νερόφιδα, στην περιοχή της λίμνης είναι η οχιά, ο σαπίτης, η σαΐτα, ο τυφλίτης, ο λαφίτης κ.ά. συναντάται επίσης σημαντικός αριθμός από σαύρες, όπως οι Lacerta viridis, Lacerta trilineata, Podarcis taurica, Anguis fragilis, Ablepharus kitaibelii κ.ά.
Σύμφωνα με τον ορνιθολόγο Reiser (1905), στην περιοχή της Τριχωνίδας φώλιαζαν στις αρχές του 20ού αιώνα η καστανόχηνα (Tadorna ferruginea), η βαλτόπαπια (Aythya nyroca) και ο βασιλαετός (Aquila heliaca). Παλιότερα, σε διάφορα παραλίμνια χωριά φώλιαζαν πελαργοί (Ciconia ciconia), που είναι δείκτης της υγείας των υγροτοπικών και αγροτικών οικοσυστημάτων. Σήμερα όμως άρχισαν και πάλι να επιστρέφουν μετά τη μείωση των καλλιεργειών και  των φυτοφαρμάκων.
H περιοχή είναι επίσης πλούσια σε θηλαστικά. Το θηλαστικό που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η βίδρα (Lutra lutra), ένα από τα πιο σπάνια στην Ευρώπη, που απειλείται με εξαφάνιση.
Πηγή: http://www.greenapple.gr/index.php

Παραλίμνιοι οικισμοί

Η λίμνη Τριχωνίδα πλαισιώνεται από πολλούς μικρούς και μεγάλους οικισμούς, οι οποίοι με την αρχιτεκτονική τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, προσδίδουν στον περιβάλλοντα χώρο της λίμνης μια ξεχωριστή ταυτότητα. Περιμετρικά της λίμνης συναντούμε τις Δημοτικές Ενότητες (Δ.Ε.) των Θεστιέων, της Παραβόλας,  της Μακρυνείας και του Αρακύνθου καθώς και τον Δήμο Θέρμου.
Ξεκινώντας από την βορειοδυτική είσοδο της Τριχωνίδας, συναντούμε την Δ.Ε. Θεστιέων όπου η Ακρόπολη και τα μισογκρεμισμένα τείχη μαρτυρούν την ιστορικότητα της περιοχής. Η θέα στη λίμνη είναι μοναδική. Περίτεχνα κτίσματα, ξωκλήσια, εσπεριδοειδή και φυσικά το ευλογημένο δέντρο της ελιάς συμπληρώνουν το τοπίο.
Συνεχίζοντας στο βορεινό τμήμα της λίμνης συναντούμε την Δ.Ε. Παραβόλας. Η φυσική ομορφιά της λίμνης και του Παναιτωλικού όρους σε συνδυασμό με τα βυζαντινά μνημεία και το κάστρο της Παραβόλας ικανοποιούν και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη.
Στο ανατολικότερο τμήμα της λίμνη Τριχωνίδας συναντάμε τον Δήμο Θέρμου ο οποίος εκτός από την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά του (πρωτεύουσα της Αιτωλικής Συμπολιτείας, γενέτειρα του Κοσμά του Αιτωλού) διαθέτει πλούσιο φυσικό περιβάλλον και όμορφα λιθόκτιστα κτήρια.
Ανάμεσα από το νότιο τμήμα της Τριχωνίδας και του όρους Αρακύνθου συναντούμε την Δ.Ε. Μακρυνείας της οποίας οι κάτοικοι ασχολούνταν παραδοσιακά με την καλλιέργεια καπνού. Σήμερα η οικονομία της περιοχής στηρίζεται στην καλλιέργεια ελιάς, την κτηνοτροφία και την αλιεία στην λίμνη.
Αφήνοντας πίσω μας την Δ.Ε. Μακρυνείας συναντάμε την Δ.Ε. Αρακύνθου που έλαβε το όνομά της από το ομώνυμο όρος. Το όρος Αράκυνθος ή Ζυγός παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την χλωρίδα και την πανίδα και για τον λόγο αυτό είναι εντεταγμένο στο δίκτυο Natura 2000.
Ο Αράκυνθος έχει τεράστια οικολογική σημασία καθώς καλύπτεται από μεσογειακή μακία (είδος βλάστησης), φρύγανα (θάμνοι), κωνοφόρα και βελανιδιές. Στην περιοχή της Κλεισούρας, ζουν τα Όρνια, ο Χρυσαετός, ο Κραυγαετός, ο Πετρίτης, ο Δενδρογέρακας, το Χρυσογέρακο, το Σαίνι, ο Μπούφος, η Τυτώ και πλήθος μικρών Στρουθιόμορφων. Κατά τη διάρκεια του  χειμώνα στη περιοχή ξεχειμωνιάζουν σπάνια πουλιά όπως ο Μαυρόγυπας, ο Βασιλαετός και ο Στικταετός.
Η Δ.Ε. Αρακύνθου αποτελεί εναλλακτική εκκίνηση για την περιήγηση περιμετρικά της λίμνης Τριχωνίδας για τον επισκέπτη που προσεγγίζει την περιοχή από το Μεσολόγγι ή το Αιτωλικό.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Η Πανίδα Του Αρακύνθου

        Η πανίδα του Αράκυνθου ή Ζυγού

Στην ευρύτερη περιοχή του Αράκυνθου φωλιάζουν μερικά
αρπακτικά, το βραχοκιρκίνεζο,το ξεφτέρι,το δενδρογέρακο,ο χρυσαετός, το χρυσογέρακο,οκραυγαετός,ο μπούφος,ο γκιώνης,
η κουκουβάγια,κ.α
Σην περιοχή επίσης υπάρχουν τσίχλες,κοτσίφια,κίσσες,
μπεκάτσες,φάσσες (τους χειμερινούς μήνες)
σπουργίτια,σπίνοι,δρυκολάπτες,τσαλαπετεινοί,κ.α
          
Στις απότομες ορθοπλαγιές του φαραγγιού φωλιάζουν επίσης ο κόρακας
το βραχοχελίδονο,η πετροπέρδικα, ο μαυρόγυπας (από τους ελάχιστους
που υπάρχουν σε όλη τη χώρα μας)
Κατά το χειμώνα στην περιοχή ξεχειμωνιάζουν σπάνια πουλιά όπως Βασιλαετός και ο Στικταετός

Στον Αράκυνθο έχουν καταγραφεί αρκετά είδη  ζώων - θηλαστικών όπως,αγριογούρουνο,ζαρκάδι, αλεπού, λύκος, ασβός, κουνάβι, 
λαγός,σκαντζόχοιρος.
Πολύ πλούσια παρουσιάζεται και η ποικιλία των ερπετών στην περιοχή,
όπως χελώνα ,φίδια (οχιά,δεντρογαλιά,τυφλίτης,αστρίτης κ.α),σαύρες.

Μερικά από αυτά είναι :




Μαυρόγυπας












Πετροπέρδικα








Ποντικοβαρβακίνα







Φάσσα(υπάρχει τους χειμερινούς μήνες)






Μπεκάτσα






Τσίχλα







Κοτσύφι






Βραχοκιρκινέζο










Ξεφτέρι










Δενδρογέρακο






Χρυσαετός







Μπούφος






Ζαρκάδι








Αγριογούρουνο









Αλεπού